16.1.25

Πώς άφησες το σπίτι σου; 

Καθώς περνούσαμε τον κάθετο δρόμο και μου έδειχνες μέσα από το ταξί τα δυο παράθυρα με τα λαμπάκια, σε φαντάστηκα να προϋπάρχεις και να ζεις εκεί μέσα, να μεγαλώνεις κάποτε τα παιδιά σου και να πηγαίνεις στο aldi για τα ψώνια της εβδομάδας. Η γυναίκα που σε αγαπούσε, ζει ακόμα εκεί κι ίσως δεν υποφέρει, σκέφτηκα, όπως στρίβαμε και τα παράθυρα έσβηναν μέσα στο δικό μου μικρό τζάμι. Πώς άφησες ένα σπίτι γεμάτο πράγματα, χαλιά, τη γάτα σου και τα ινδικά χοιρίδια που τριγυρίζουν τώρα πάνω στην ξύλινη κατασκευή του κήπου; Τα πράγματα αυτά του μέλλοντος κλείστηκαν μέσα σε μια μέρα του Ιούνη αφού εσύ, καλύτερος από μένα, έγκαιρος και συνεπής, σίγουρος για αυτή την άρση της πραγματικότητας, αρνήθηκες να γυρίσεις πίσω. Μπήκες στο σπίτι σου, μίλησες στη γυναίκα σου για κάτι που ίσως ήξερε από πάντα πως θα συμβεί κι έφυγες χωρίς να έχεις τίποτα. Πώς άφησες το σπίτι σου χωρίς να ξέρεις αν είμαι δική σου -κι ήμουν! ήμουν από την πρώτη στιγμή!- ή αν ποτέ θα με ξαναδείς; Πέρασαν δυο μήνες ώσπου να μπορέσω κι εγώ να βρω τον τρόπο να σταθώ αντάξια κι ήμουν αργή σαν σκουλήκι, αργή σαν  θάνατος, μα κατάφερα να έρθω στην Αθήνα και να σε συναντήσω. Έκτοτε, η ζωή με κλεινει μέσα της και με πηγαίνει συνεχώς στο μουσείο. Εκεί όπου στάθηκα κι άλλες φορές μάταια και στοιχισμένη πλάι σε άλλους, τώρα μπορώ να δω τους νεκρούς σκατζόχοιρους και τις καρφωμένες κατσαρίδες να γελάνε και να λάμπουν για μένα. Αφήνοντας την τύχη μου να επικρατήσει και γυρνώντας γύρω από όλα αυτά τα εκθέματα της ζωής μου, καταλήγω στην κεντρική αίθουσα όπου στέκεσαι μονάχα εσύ και με περιμένεις αγάπη μου, αγαπημένε μου όλων, τελευταίε μου ήρωα, με περιμένεις χωρίς σπίτι, χωρίς πράγματα, χωρίς τίποτε πέρα από εμάς που συναντηθήκαμε και σχηματίζουμε, μέσα σε όλο τον χρόνο που έχει περάσει και που σταμάτησε πια, έναν μικρό οικογενειακό τάφο. 

14.1.25
έρχεσαι κι έχεις το κεφάλι σου μέσα στους ώμους
μοιάζεις με κοτόπουλο
φέρνεις εξήντα κιλά βιβλία
και ρούχα για τον Μάρτιο
φέρνεις
έναν τεράστιο καθρέφτη που ίσως σπάσει
στους ιμάντες
φέρνεις τα γράμματά μου
και μια αφίσα για τη γιορτή λουλουδιών στη Μονς 
έχω κάνει χώρο στο μπάνιο
στο ράφι της κουζίνας
κι αγόρασα μεταχειρισμένη μια ντουλάπα
στη βιβλιοθήκη άνοιξα ένα μέρος 
δίπλα στα λεξικά
και τα παπούτσια μου τα έβαλα 
το ένα πάνω στο άλλο
γιατί 
θέλω να σε δω να κρέμεσαι από το χερούλι της πόρτας 
θέλω να σε δω μέσα από το δωμάτιο
στο άλλο δωμάτιο να ισιώνεις το σεντόνι
θέλω να σου δώσω το χέρι μου 
και να του φορέσεις ένα πτερύγιο 
θα πεις εδώ είμαι τώρα
μη φοβάσαι έχεις αυτό το μικρό φτερό
και μπορείς να ζήσεις σε διάφορες χώρες
εγώ θα πω 
εντάξει μη φοβάσαι ούτε εσύ εμένα
ύστερα ένα αγόρι θα τρέχει
κι εμείς θα τρέξουμε
και θα είμαστε ένας γέρος
θα είμαστε η παντοτινή ντουλάπα
και το παντοτινό χερούλι
το παντοτινό σεντόνι
και θα πούμε αντίο στη γειτονιά
και στους γνωστούς μου
δεν ήθελα ποτέ να είμαι πουθενά άλλωστε
έτσι θα σου πω καθώς θα φεύγουμε
και θα φεύγουμε
και θα γελάμε
και θα κρατάμε το αγόρι
θα κρατάμε τα δέντρα
αβέβαια κι ωραία
καθώς θα φεύγουμε

6.1.25

Τον αγαπώ όπως σε μια αρχαία ταινία. Έπαιζαν σε αυτήν κάποιοι που δεν πρόκοψαν κατά τα φαινόμενα. Τον αγαπώ γιατί δεν υπάρχουν αρχαίες ταινίες, μόνο αρχαία αγάλματα, αρχαίοι τάφοι, αρχαία κοσμήματα. Τον αγαπώ γιατί το μυαλό μου δεν προκόβει, μόνο απορρίπτει. Είναι άσχημος ο κόσμος. Είναι φριχτοί οι άνθρωποι εκτός από έναν δυο που τρελάθηκαν. Γράφω τώρα για την κανονική την τρέλα, αυτήν που δεν αντέχεις τον κόσμο, όχι αυτήν που δεν αντέχεις τον εαυτό σου και υποφέρεις άσκοπα και τους πρήζεις όλους. Ε σε αυτήν την κανονική τρέλα μέσα είναι κάνα δυο τρεις κι εγώ είμαι απ’ έξω και τους κοιτάζω. Με αφήνουν να τους κοιτάζω γιατί είμαι κοντά κι είναι εύκολο. Μακάρι να αποτρελαθώ κι εγώ και να φτιάχνω δέκα χρόνια ένα παράφρον έργο και να πουν όλοι Ω τι άσχημο! ή μάλλον να μην πουν τίποτα γιατί δεν θα δείξω τίποτα σε κανέναν, μόνο στην αγάπη μου στην οποία προσπαθώ να μην απευθύνω αυτό το γράμμα. Όχι, δεν είναι γράμμα, είναι μια εξύβριση ή μια αρχαία ταινία. Από τότε αγαπώ την αγάπη μου. Από την αρχαία εποχή που κάτι γινόταν. Κάτι πάντα γινόταν κι εκείνος -η αγάπη μου- το ήξερε. Μου θυμίζει εκείνος όλη μου τη ζωή κι η ζωή μου δεν είναι αρχαία αλλά αυτός είναι. Κι έλεγα για μια αρχαία προσβολή, ωχ τι έχουν περάσει ελάχιστοι άνθρωποι και πόσο θέλω να τους σφίξω το χέρι. Προσβάλλω για χάρη τους με όση δύναμη μου απέμεινε -αφού αγαπώ τόσο που ξεχνώ να αποδίδω- τον κάθε άνθρωπο που δεν έχει το σθένος να πάρει κλίση! Η κλίση ίσως είναι μοιραία και κάποιοι θα μας άδειαζαν τη γωνιά, θα ανασαίναμε, τέρμα πια η δυσωδία των μισών νωπών κώλων που γλείφουν τους άλλους μισούς -ξέρετε εσείς κώλοι, πάντα ξέρετε. Πού να ακούσουν, παίζει κι η ταινία δυνατά κι είμαι κι εγώ απασχολημένη αλλά τονίζω τους τρελούς. Ένας δυο είναι. Μια φίλη μου. Ένας ηθοποιός κάποτε. Όλοι στην άκρη, μακριά. Εγώ έχω περιέργεια και δεν τρελάθηκα ακόμα και αγαπώ, τον αγαπώ από την αρχαιότητα και πού και πού δείχνω τους κώλους εκεί κάτω. 

Γεια σας κώλοι, ξέρετε εσείς. 

Γεια σου αγάπη μου, αρχαία μου προτροπή, γεια σου, εύχομαι να κλειστούμε μέσα σ’ ένα τρελό κάδρο.

2.12.24

Μια μέρα μακριά από τα παγωμένο πρωινό στην Rüdersdorfer Straße, όπου ήδη με περιμένεις μικρό μου παπαγαλάκι αφού πήγες νωρίτερα να στρώσεις τα πράγματα και να εντείνεις την αγωνία της συνάντησής μας, εκεί, στο μέρος που θα ζήσουμε σύντομα εγώ, εσύ και μια οικογένεια από πάγο. Το παιδάκι μας, ένα καλαμαράκι στο πιάτο μου με τη σούπα και τα νουντλς, φωνάζει “Mutti, iss mich nicht!”. Εσύ, στο υπόγειο, αρχαίο τηλέφωνο του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας, μου λες από το βάθος των αιώνων και των εδαφών ότι θα είμαι υπέροχη. Εγώ, από το Κέντρο Επιχειρήσεων, αρχίζω να πιστεύω.

26.11.24
Αγαπημένε μου Σ

Δεν ξέρω πού να υπογράψω αυτή την εκεχειρία. Είναι μόνιμη, όπως ξεκάθαρα δείχνει; Είναι η τύχη ένα μεγάλο οικοσύστημα που βαρέθηκε τις μέτριες και αβάσιμες συνάψεις; Σε ποιον να ορκιστώ πόσο ευτυχισμένη είμαι; Καταλαβαίνει κανείς το πρόσωπό μου που άνοιξε; Το πρόσωπό μου αυτό το λυπημένο, ένα σώμα που κατέρρευσε και τα χέρια μου έχουν όλα τους ανοίξει και από μέσα τους βγαίνει ένα χαχάνισμα. Πόσο γρήγορα σε αγαπώ! Η καρδιά μου έχει ένα μεγάλο υπόβαθρο και σου χαρίζει το ένα πράγμα μετά το άλλο. Θα φύγουμε! Θα φύγουμε τόσο μακριά που η ευτυχία μας θα μείνει μόνη της και θα ξεμπλέξει ό,τι αφήσαμε πίσω. Πίσω θα μείνει η απελπισία. 

Σε γνώρισα μέσα σε μια χώρα ζεστή και όμορφη σαν τον ίδιο τον ήλιο και προσπάθησα να ξεχάσω πόσο βαθιά και θαρραλέα με κοίταζες από την πρώτη στιγμή να παίζω ένα αόρατο πιάνο στον περίγυρο των καλλιτεχνών, στην αυλή που πίναμε και τρώγαμε μακαρόνια, μα δεν κατάφερα τίποτα αγάπη μου, τίποτα άλλο παρά να εγγράψω την πρώτη καταχώρηση μιας νέας ζωής που μας παρασέρνει έκτοτε σε αποφάσεις. Έκλαιγα τριγυρνώντας στην πόλη γιατί δεν θα ξανάβλεπα πια αυτό το πρόσωπο που με τάραξε όπως ποτέ κανένα, καθώς εσύ στην άλλη άκρη της γης άφηνες τη γυναίκα σου, το σπίτι και τη γάτα για ένα πρόσωπο που τάραξε εσένα και δεν είμαι πάντα σίγουρη ότι μου ανήκει. 

Αν τολμήσω κάποτε  να γράψω τι έγινε έπειτα ως τη σημερινή ημέρα που μας ανήκουν πια τα πάντα αλλά και για το βάθος του χρόνου που τολμάω ζαλισμένη να αντικρίσω βλέποντας εκεί τα ξεκαρδιστικά μας γεράματα, θα είναι επειδή ο χρόνος θα έχει σταματήσει και θα ζω μαζί σου μικρέ μου ηρωικέ έρωτα που ήρθες για να απαλύνεις και να επιδιορθώσεις, να αποκαταστήσεις, να φροντίσεις, να γεννήσεις, να ζήσεις ώστε να ζήσω πια κι εγώ αμέριμνη και τυχαία πλάι σου.
3.11.24

Αγάπη μου, δεν προλαβαίνω να σου γράψω. Καθώς ήσουν στο πιάνο και έπαιζες την παλιά μελωδία που στοίχειωνε τη ζωή μου όταν δε φανταζόμουν ποτέ πως θα γνωρίσω κάτι που θα μπορούσε να σου μοιάζει στο ελάχιστο, είδα τα σοβαρά σου φρύδια να τρεμοπαίζουν πάνω από τα μάτια σου και να στηρίζουν, εκτός από το μέτωπο, όλον εκείνο τον διαλυμένο καιρό που πέρασε -και πέρασε γιατί ακριβώς είσαι πάνω σε ένα πιάνο, υπάρχεις, και παίζεις για εμένα με θάρρος κάτι που δεν ήταν δικό σου και που τώρα είναι, όπως όλα, όπως ο χρόνος, όπως κάθε μου ανάμνηση, δικό μας. 


My love, I don't have time to write to you. As you were at the piano playing the old tune that haunted my life when I never imagined I would meet anything that could be the least bit like you, I saw your solemn eyebrows flicker over your eyes and support, except your forehead, all that shattered time that passed - and it passed because you are on a piano, you exist, and you play for me with courage something that was not yours and is now, like everything, like time, like every memory of mine, ours.



20.10.24

Δεν τολμάω να πω σε κανέναν την τύχη μου. Η τύχη μου

η τύχη μου

Θα έρθεις να ζήσεις 

και θα φτιάξουμε. Η κάρτα ήταν μικρή

όσο το ένα δέκατο του χεριού μου και χώρεσε

Μπροστά έγραφες our home πίσω one day

Κάποιοι θα έλεγαν ότι έιναι πρόωρο κάτι πρόωρο

ένα βέλγικο δάσος

ένα παλιό σπίτι

Εγω θα έλεγα είναι

ό,τι είναι 

Φοβάμαι να μην πεθάνω τώρα

Η μουσική είναι ωραία

Το πάτωμα με ακούει

Εσύ έρχεσαι από τον δρόμο και θέλεις

να γεράσουμε


28.8.24

Σ ψάρι, 

θα είναι η Αθήνα το πεπρωμένο της αποχέτευσης που βασανισμένη συναντάει τη θάλασσα; Θα το ξέρουμε σε μια βδομάδα αγαπημένο μου μικρό υποβρύχιο, κι αν τελικά τα πράγματα έρθουν όπως ήδη έρχονται, υπόσχομαι ότι θα αφεθώ στα χέρια σου, στα βράγχια σου και στο διχτυωτό σου κορμί που διασχίζει τον κόσμο σε λίγες μέρες για να φτάσει σε μένα. Τι έκανα για να αξίζω τέτοια τύχη γλυκό μου ψάρι και πώς να αντέξω την ευτυχία που μου δίνει η μικρή κάρτα με το διώροφο στον βέλγικο κάμπο που έφτασε σήμερα στο γραμματοκιβώτιο και γράφει «το σπίτι μας, κάποια μέρα»; 

Δική σου, κατσαρίδα

21.8.24

Στέφανε,

σήμερα ο καιρός τυραννάει τα γενέθλιά μου, τη διάθεση και τα μαλλιά μου που έχουν γίνει ένα τρισευτυχισμένο μαύρο στουπί. Καθώς το νησί ακόμα κοιμάται, ο αέρας, έπειτα από τη χθεσινή σιωπηλή βραδιά που απλώθηκε μυστηριωδώς κάτω από την πανσέληνο, ξανάρχισε την εκδίκησή του. Κι όχι μόνο εκείνος. Πρώτη φορά μέσα στις είκοσι μέρες που είμαι εδώ τα σύννεφα έχουν αγκαλιάσει το φως και το συμπιέζουν σε μια θολή ανάκλαση. Με τι αγριότητα διάλεξε το μέρος αυτό Στέφανε, το φοβερό μέρος της τύχης μου, να μου ευχηθεί κάτι! Θα το ευχαριστήσω σύντομα με τον τρόπο που έχω να υποθάλπω τις παράξενες συνθήκες και στην τρελή θάλασσα που μου ζητάει να μονομαχήσουμε κάθε πρωί θα ρίξω σήμερα και πάλι τον άμαχο εαυτό μου προς τέρψη του αφρού που ανεβαίνει στο σώμα μου και το σφίγγει. 

Πόσο πολύ φοβόμουν όταν πρωτοήρθα εδώ Στέφανε, παιδί σχεδόν σε ένα σώμα με απότομες καμπύλες, σαν το σημερινό, το οποίο είχα αρχίσει ελάχιστα να αγαπώ μέσα από τους άλλους αφού εμένα όχι μόνο δεν με βόλευε αλλά με έκανε να φαίνομαι γυναίκα από νωρίς και να υποφέρω. Αγόρια και μεγάλοι άντρες με κοίταζαν, τα κορίτσια με χαρακτήριζαν με διάφορα επίθετα και οι δάσκαλοι μου έλεγαν πως δεν μπορώ να φοράω ό,τι φορούσαν οι συμμαθήτριές μου. Όταν ρωτούσα γιατί, μου απαντούσαν πως σε εμένα τα ίδια ρούχα φαίνονταν προκλητικά. Έμαθα έτσι να κρύβω το παράταιρο σώμα μου που μου έφερνε όλα αυτά τα προβλήματα και να μην το συμπαθώ για τη δοκιμασία στην οποία με υπέβαλε. Όταν ήρθα ωστόσο εδώ με ένα αγόρι που θαύμαζε σαν να ήταν μνημείο αυτό το ίδιο σώμα που ελάχιστα τότε ήμουν εγώ και το οποίο θεωρούσα τουλάχιστον λάθος ή για την ακρίβεια κάτι σαν ανάπηρο, ξεκίνησε μέσα μου μια επαναστατική μανία, μια αναδιάρθρωση των τμημάτων μου. Ως σήμερα, με τον ίδιο τρόπο όπως και τότε, έρχομαι εδώ και επαναπροσδιορίζω το αληθινό μου βάρος, τη μοναδική μου μορφή, το ανεμπόδιστο γυμνό βάδισμά μου και ζω στην άκρη του νησιού με το ένα πόδι στη θάλασσα και το άλλο πάνω στον βράχο έτοιμη να μπω μέσα και στα δυο. 

Δεν φοβάμαι.

Αν κάτι μόνο μοιάζει πια παράταιρο είναι αυτά τα γενέθλια με τα λιωμένα μπλε κεριά πάνω στο κυπελάκι με το σιροπιαστό γλυκό -ό,τι βρήκαν οι φίλοι μου στο χωριό- το οποίο δεν μοιάζει καθόλου με τη λαχταριστή τούρτα γενεθλίων που με περιμένει ζωγραφισμένη πάνω σε έναν αεροπορικό φάκελο πίσω στη Θεσσαλονίκη και ανεπίδοτος με θλίβει.

Άνια, ξέρεις πού, 20.08.2024

18.8.24

 Στέφανε,

τα γράμματα έχουν πάρει τον δρόμο τους. Σύντομα θα είναι έρμαια της διάθεσης αγνώστων που δεν θα καταλάβουν τι ήθελα να πω γιατί δεν είμαι ποτέ ακριβής. Αυτό μου το πρόσαψαν είκοσι χρόνια πριν, όταν πρωτοάρχισα να γράφω, και ισχύει ως σήμερα, πάντα στα γραπτά μου υπήρχε ένα ακατανοητο κενό, έτσι κι εγώ δεν κατάφερα παρά να είμαι συνεπής σε αυτή τη μαύρη πλευρά των πραγμάτων. Εσύ καταλάβαινες πάντα τι θέλω να πω. Τώρα τα γράμματα που δεν σου έστειλα ταξιδεύουν επιτέλους για κάπου. Τώρα να δούμε ποιος θα καταλάβει κι αν το παράδοξο του να τα εναποθέσω στο τυπογραφείο θα αποδειχτεί ένα μεγάλο ατόπημα. Τώρα αφήνομαι στην άποψη του εκδότη μου και δεν διαφωνώ με αυτό το ταξίδι γιατί θέλω απλώς να φύγουν από ´δω πέρα. Τώρα ακούω ίσως να λένε «Τι ακατανόητη μαλακία είναι αυτή» κι εγώ με κέφι να ξέρω πως τα ξεφορτώθηκα όλα. Αυτό ήταν. Αντίο θλιβερό μου βιβλίο. Δεν θέλω να σε διαβάσω ποτέ. Ας το κάνουν τώρα οι άλλοι. Ας υποφέρει κάποιος άλλος στη θέση μου. Κι εσύ, φίλε μου μακρινέ κι αληθινέ, αιώνιε φίλε Στέφανε, μη διαβάσεις το βιβλίο που επαναλαμβάνει χίλιες φορές το όνομά σου γιατί πουθενά δεν θα αναγνωρίσεις την ατρόμητη φίλη σου. Κρυφά κρυφά πέθανα εκεί μέσα και τώρα κάθομαι εδώ μπροστά σας και σας κοιτάζω με το κενό κι αθάνατο βλέμμα ενός πεθαμένου. 

Άνια, Κρήτη, 18 Αυγούστου 2024