Περπατάω στους δρόμους της Νεάπολης και ψάχνω την εκκλησία που ακούγεται κάπου στο βάθος. Θέλω να μπω μέσα και να γίνει κάτι. Πριν λίγο μπήκα στον ακάλυπτο κάποιων οικοδομών, μια γυναίκα σκούπιζε στο μπαλκόνι, μια άλλη καθόταν στο παράθυρο. Δεν μπορώ άλλες εικόνες. Κι όμως να μια γυναίκα ακόμη. Χαϊδεύει τον σκύλο μου γιατί της λείπει ο δικός της που είναι στη Γερμανία. Το όνομα του σκύλου; Άλισον. Της είπα να πάρει άλλο. Ούτε ξέρω γιατί το παράτησε ή γιατί του ´δωσε αυτό το χαζό όνομα. Οι βιτρίνες, οι σακούλες, τα περίπτερα υπάρχουν. Τρέχω μακριά τους, όλα γίνονται τώρα, μια κουρτίνα φουσκώνει κι η Άλισον είναι στη Γερμανία. Τι με νοιάζει εμένα! Μια γυναίκα έχει καρκίνο, ένα σπίτι κατεδαφίζεται, οι άντρες παίζουν κίνο, είναι Σάββατο τώρα. Είμαι στην πόλη. Κάποιοι κοιμούνται τα βράδια στα καταστήματα τους. Θέλω κι εγώ να είμαι ολομόναχη και να ζω σ´ έναν καναπέ ανάμεσα σε μπρίκια και ραδιόφωνα που κρέμονται. Να και ο Μόγλης στο παγκάκι πλάι μου. Ένα κατοικίδιο της πλάκας κι όμως το αγαπώ, κυρίως επειδή ο ιδιοκτήτης του είναι θεοπάλαβος και με παρηγορεί, με παρηγορεί, με παρηγορεί η τρέλα.