17.7.25

Τι είναι αυτό εδώ το μέρος, ποιος διαβάζει και σε ποιον γράφω! Στέφανε, σε εσένα γράφω; Μήπως στους άλλους; Στον κοκάκια; στην παλαβή; στη μάνα μου; Σε ποιον γράφω εδώ μέσα και πώς έχασα τις σκέψεις μου; Τα παράσιτα, Στέφανε (σε εσένα γράφω) είναι κάτι μικρά μαύρα κομμάτια, σαν τσιμπούρια ή σαν τρίχες και απλώνονται μέσα στο μυαλό κι επενδύουν σε αυτό, είναι σοβαρά τα πράγματα. Θόλωσε το κεφάλι μου. Απλώθηκαν τα τσιμπούρια απ’ άκρη σ´ άκρη και δεν μπορώ ούτε να καταπιώ. Βγαίνω με κάποιους φίλους διανοούμενους και καθώς αναλύουν κάτι, εγώ κάθομαι εκεί και δεν μπορώ να καταπιώ το ποτό μου. Κολλάει το στόμα μου, ο λαιμός μου είναι κλειστός, ίσως κάτι παράφορο μου συμβαίνει και πρέπει να το κοιτάξω! Κι αυτοί, όσο εγώ υποφέρω, πιστεύουν ότι ξέρω τι λένε κι ότι ακούω. Δεν καταλαβαίνω τίποτα, αλήθεια, δεν θέλησα ποτέ να ξέρω και πολλά, το μόνο που θέλω είναι να ζήσω, να ζήσω και να μπορώ να πιω το ποτό μου! Δεν με ενδιέφεραν ποτέ ούτε οι κύκλοι, οι ομάδες και τα εγχειρήματα, χριστέ μου εκδίδω ένα κωλοπεριοδικό και σου ορκίζομαι ότι έγινε καταλάθος κι ότι μπορώ και το συνεχίζω επειδή δεν είναι κι άσχημο μα κυρίως επειδή δεν χρειάστηκε ποτέ να μιλήσω με κανέναν! Οι φίλοι μου, οι ωραίοι μου φίλοι, οξυδερκείς και βουτηγμένοι στη ζωή τους στη Βιέννη, στο Βερολίνο, στο Τορόντο, στη γειτονιά, θέλουν να μου δώσουν τα πάντα κι εγώ δεν χρειάζομαι τίποτα, δεν ζητάω τίποτα γιατί έχω ήδη την ατάραχή τους καρδιά. Τι φάρμακο! Κι εσύ Στέφανε, το βάλσαμο της δικής μου καρδιάς της ταραγμένης:


Άνια, ξαναδιάβασα τα χθεσινά μηνύματά σου. 

Μία υπενθύμιση θέλω να κάνω.. 

Είσαι 20.000 λεύγες ανώτερη, καλύτερη, και ευφυέστερη από ΟΛΟΥΣ ΜΑΣ (μη εξαιρουμένου του υποφαινόμενου): έχεις απίστευτη και δίχως προηγούμενο αντιληπτικότητα, δεινή οξυδέρκεια, απίστευτη και ξανά δίχως προηγούμενο λεπτότητα λεκτική και μη, ποιητική και εικαστική μοναδικότητα και, πάνω απ' όλα (γιατί πρόκειται για άθλο δυσκολότερο και από τους 12 μαζί του Ηρακλή), καθαρότητα και ευγένεια ψυχής.

Η άφιξη είναι προγραμμματισμένη για αύριο το μεσημέρι.


Στέφανε, είμαι τώρα ένα κέρινο ομοίωμα του εαυτού μου.

Ό,τι μου έστειλες το θαυμάζω επειδή δεν έχει τίποτα δικό μου μέσα. Είμαι άθλια και δεν με πειράζει τόσο πια αυτό. Με πειράζουν εκείνοι που η ψυχή τους είναι πιο άθλια από τη δική μου μα τη σκαπουλάρουν και στυλώνονται περήφανοι μπροστά στη σαβούρα τους. Καταραμένοι, οπισθοδρομικοί κι άγονοι, αιμοπότες, συντελεστές, αλληλοεξαρτημένοι, αλληλέγγυοι της ανθρωπότητας και της επικαιρότητας! Πώς να μισήσω όταν δεν έχω δύναμη ούτε τον εαυτό μου να μισήσω! Απεχθάνομαι ωστόσο, ναι απεχθάνομαι Στέφανε, το προκρούστειο κρεβάτι τους και μένω μακριά απ’ όλους όσους είναι έτοιμοι να κατασπαράξουν ο ένας τον άλλον μέσα σε αυτές τις θεματικές φιλίες. Φίλοι συγγραφείς, φίλοι φωτογράφοι, καλλιτέχνες και γνωστικοί, ξεκουμπιστείτε, προτιμώ να ζήσω στον υπόνομο, παρά δίπλα σας. 

Στέφανε, είσαι ένας αρχαίος, είσαι ο αρχαίος μου φίλος από την αρχαία Αθήνα, όχι αυτό που πλέον εκείνη έχει καταντήσει, κι ίπτασαι τώρα πάνω της και της προσδίδεις κι αυτής, όπως σε μένα, ομορφιά. Η πόλη αντέχει. Εγώ όχι, εγώ θολώνω. Τα μάτια μου είναι θολά και κοιμάμαι τρεις φορές τη μέρα. Δεν γράφω. Δεν δουλεύω γιατί δούλεψα για πάντα, δεν τρώω γιατί δεν θέλω κανένα βάρος, δεν κάθομαι γιατί ξαπλώνω. Ονειρεύομαι τα βράδια τους πελάτες μου. Μου φωνάζουν και δεν με πληρώνουν όπως και στην πραγματικότητα. Ονειρεύομαι την πραγματικότητα. Ο ανεμιστήρας έχει τρελαθεί γύρω γύρω κι έχει δυο κόκκινα μάτια που με κοιτάζουν. Ένας άντρας κοιμάται δίπλα μου κι εγώ θολώνω, θολώνω, θολώνω.