9.7.25

αυτή κοίταζε τον πάτο κι εγώ μέσα από τη μισάνοιχτη τσάντα μου ηχογραφούσα γιατί ξεχνάω εύκολα. την έχασα την ηχογράφηση μαζί με το κινητό κάποτε, αλλά θυμάμαι είχε πει κάτι σαν εσύ κούκλα μου δεν θα βρεις ποτέ κανέναν να μη σε φοβάται. είχα πιει τον γαμημένο καφέ, ενώ δεν πίνω καφέ, και τα νεύρα μου ήταν κάπως τεντωμένα. δεν μ´ ένοιαζε αν θα μου ´λεγε για παράδειγμα ότι βλέπει έναν μεγάλο ανηφορικό δρόμο, αν η πορεία μου θα είναι γεμάτη αγκάθια ή ένα μεγάλο πρόβλημα που αρχίζει από βήτα θα μου τσακίσει τη ζωή. κι ούτε ήξερα πως θα με πείραζε αυτό που τελικά μου ´πε όταν πήγα στο βάθος του μαγαζιού και πέρασα στο μικρό δωμάτιο πίσω από την κουρτίνα. αμφιβάλλω αν ο πάτος του φλιτζανιού μου βέβαια έδειχνε κάτι τέτοιο. η γυναίκα διάβασε τα μάτια μου. τι γαμημένα που είναι τα μάτια μου αν έδωσαν μια τέτοια λαβή όταν ήμουν ακόμα είκοσι έξι χρονών και πόσο με πείραξε τότε εκείνη η φράση η οποία έμοιαζε όχι μόνο με πρόβλεψη αλλά με μια απίθανη ανασκόπηση. είχα πει μονάχα ένα γεια σας πριν καθίσω κι η άλλη σου λέει όμορφη κι έξυπνη φαίνεται αυτή, σιγά μη βρει άντρα να τα καταφέρει, οπότε θα της πω ότι δεν θα τα καταφέρει κανείς. κι είχε δίκιο, είχε δίκιο η κυρία με τα ξανθά μαλλιά και τις πράσινες διάσπαρτες τούφες. είχε δίκιο έτσι όπως καθόταν σαν κότα και κλωσούσε τις αρλούμπες της κι έμπαιναν οι γυναίκες πρωί πρωί στη ρωμαϊκή αγορά η μία μετά την άλλη να τις ακούσουν.