Φίλε των φίλων,
έρχομαι και θα έρχομαι πάντα στην Αθήνα να σε συναντήσω.
Τι ευτυχία κουβαλάει το έβδομο βαγόνι αυτού εδώ του τρένου όταν στη θέση δεκαέξι εγώ κι η μικρή μου καρδιά χτυπάμε ανελέητα τα τζάμια που τρέχουν; Χτυπάω τα τζάμια με τα μάτια μου. Τα χτυπάω με το κεφάλι μου που γελάει. Οι επόμενες μέρες, καιόμενες και ακατάληπτες για τον μέσο νου, θα είναι όπως και οι προηγούμενες σαν μια από τις συμφωνίες στο Ηρώδειο που θα διαλέξω απόψε να σου πω ότι ήταν η αγαπημένη μου. Πήρα τα καλά μου ρούχα γιατί έτσι νομίζω πως πρέπει να ντυθώ εκεί. Ελπίζω, μα δεν νοιάζομαι κιόλας, να μη μοιάζω σαν μια μικρή χωριατοπούλα με τις δαντέλες της μπροστά στον Βολόντιν, στον Τσαϊκόφσκι και στη Γεωργιανή σούπερ σταρ πιανίστα (βοσκοπούλα που διαβάζεις Ντοστογιέφσκι).
Ανίδεη για το πρόγραμμα που πάλι έχεις ετοιμάσει, στρογγυλοκάθομαι στο μπλε μου κάθισμα και κατεβαίνω προς τα κάτω, μόνη, με το βιβλίο που έγραψα για εσένα, σε εσένα, με το μέλλον του σύντομα στα σπίτια κάποιων που δεν φοβούνται πολύ να το διαβάσουν και με τους κοιμώμενος συνεπιβάτες μου που ταιριάζουν απόλυτα στο τοπίο καθώς μπαίνουμε και βγαίνουμε από τα τούνελ, μαυρίζοντας για λίγο σαν κάτι που θυμάμαι αλλά δεν είναι εδώ πια.
Άνια προς Στέφανο, αμαξοστοιχία 53, 12 Ιουλίου 2024