Σ.ψάρι,
το γράμμα σου δεν ήρθε ακόμη αλλά ήδη μου έστειλες χωρίς να φοβάσαι ένα άλλο. Οι γαμημένοι κλέφτες των ταχυδρομείων θα λάβουν την οργή μου μόλις γυρίσω από την Αθήνα. Ιδρωμένη τις προάλλες ζήτησα από την υπάλληλο να ψάξει στο βάθος της αποθήκης και των συρταριών, ακόμα και των κάδων με τις δικαστικές επιστολές. Μέσα σε εκείνα τα χοντρά πακέτα από φακέλους δεν γίνεται να υπήρχες καθόλου εσύ κι εγώ γιατί πολύ απλά ήταν γεμάτα με ό,τι άσχημο έχει φτιάξει αυτός ο σκατόκοσμος. Κάποιος καριόλης θα αντιλήφθηκε την τεράστια διαφορά του γεμάτου αγωνία φακέλου σου και τον πήρε. Μακάρι να διάβασε το γράμμα σου, να κράτησε τις οδηγίες -που θλιβερά κι απότομα ξέχασα στο σπίτι όταν χωριστήκαμε και που εσύ χειρουργικά συμμάζεψες- του πώς μπορεί να κτίσει κανείς ένα μικρό σπίτι και έπειτα, εκτός από το λάθος του, να ήρθε αντιμέτωπος με τον φθόνο και την απελπισία. Αυτό μόνο αξίζει σε εκείνους που θέλουν κάτι δικό μας.
Τώρα που έχασα την πρώτη σου δύναμη κι όσο κι αν η δεύτερη ξέρω πως είναι πιο τρελή από την πρώτη, οι σκέψεις μου κλείνονται μέσα σε εκείνον τον χαμένο σου καφέ σκληρό φάκελο με τις λεπτές άκρες και το ύψωμα των εννιά χιλιοστών στο κέντρο που δεν θα μάθω ποτέ τι περιείχε. Σου ζήτησα ήδη όταν έρθεις να μιλήσουμε κάποιες ώρες γι’ αυτό. Αν δεν θυμάσαι, σε παρακαλώ πολύ να εφεύρεις κάτι και να με βοηθήσεις να ξεπεράσω αυτόν τον χαμό.
Περιμένοντας αυτό το δεύτερό σου γράμμα να μη χαθεί και γνωρίζοντας πως από ώρα σε ώρα όλα αλλάζουν και μας ενώνουν δραματικά, σε σκέφτομαι Σ. ψάρι να λαχταράς ό,τι ακριβώς λαχταρώ, να ιδωθούμε σύντομα μικρέ μου παπαγάλε που σε περιφέρω στον ώμο μου και σου δείχνω την πραγματική μου ζωή με τις δουλειές και το μεσημεριανό φαγητό, την πλήξη και τις άσκοπες βόλτες καθώς γυρίζω κάθε τόσο και σου μιλάω, σφραγίζοντας όλο και περισσότερο το συμβόλαιο της αδυναμίας μου να κάνω πίσω μπροστά σε κάτι τόσο οδυνηρά όμορφο.
Σε περιμένω.
Σύντομα δική σου, η αναστημένη και ολοζώντανη, ξεκαρδισμένη κατσαριδούλα σου.