7.7.24
Δεν ήξερα πού να σε συναντήσω
χρόνια κι έτρεχα  
από ´δω κι από ´κει.
Η δουλειά μου είναι αυτή.
Εξυπηρετώ την ιστορία
κι οι πελάτες μου κλαίνε
είτε είναι γιατροί είτε πρεζάκια
γιατί όλοι μάλωσαν είκοσι χρόνια πριν
με τα αδέρφια τους 
και δεν μιλάνε.
Η ιστορία είναι αυτή.
Εγώ τη γράφω εκείνοι τη λένε
κι ο Δενδροπόταμος τότε
παίρνει μια φανατική ροπή
προς εμένα.
Δεν φοβάμαι.
Έχω εσένα στην τσέπη μου
και σου στέλνω φωτογραφία τη γύφτισσα
που μου χάρισε μια κλεμμένη κολώνια.
Πληρώνομαι συχνά σε είδος.
Θα τη φορέσω όταν έρθεις.
Ξέρω ότι θα έρθεις το φθινόπωρο
κι η Αθήνα δεν θα έχει τι να πει
για όλο αυτό το απελπιστικό θέαμα.
Θα κλείσω ένα ξενοδοχείο 
και θα σου πω τι έκανα.
Ύστερα μπορείς να κρίνεις αν είναι
κάτι απ’ όλα αξιοπρεπές.
Έψαξα κι έψαξα και σταμάτησα κάποτε
κι ήταν τότε που αποφάσισες να έρθεις 
και να γελάσουμε
να γελάσουμε τόσο πολύ ξένοι
γιατί έτσι.
Γιατί είναι ωραίο αυτό το κλισέ
του να έρχεται κάποιος όταν
κάποιος άλλος αποφασίζει
πως δεν έχει πλέον τίποτα να είναι.
Τώρα έχω κάτι που θα σου δώσω 
κι είναι βαρύ
κι είναι αναπάντεχο
και θα το ξεφορτώσω
το φθινόπωρο.
Κι η Αθήνα θα γεμίσει 
σφήκες ψάρια
χορευτές
τρένα και ποτά
κλειδαριές
τρελούς
ιδιοφυείς
παράφορους.
Όλοι παιδάκια μου αγαπημένα
δώρα
προς εσένα που έρχεσαι να με δεις
και με αγάπησες τόσο γρήγορα
και ταπεινά
και έρχεσαι
έρχεσαι
σε ´μένα.