12.7.22

 Έπρεπε μα δεν έχω μαζί μου καμία φωτογραφική μηχανή, με φαντάζεσαι εμένα να πηγαίνω οπουδήποτε χωρίς την καμερούλα μου, τι μ´ έπιασε και δεν την ήθελα πια μαζί μου σε αυτό το επαναλαμβανόμενο ταξίδι της καταγραφής; Τι έγινε με τις εικόνες και τις αποποιούμαι εδώ και τώρα; Είναι γιατί δεν αντέχει το μέρος άλλη μελλοντική ανάμνηση, δεν αντέχει το μέρος αυτό άλλο τα μάτια μου κάτι να παίρνουν ή είμαι εγώ που δεν αντέχω πια να είμαι ένας απατεωνίσκος μικροκλέφτης των καλύτερων του τόπου αυτού αναπαραστάσεων; Ναι, φτάνει, δεν θα είμαι πια ο αρπαγέας αυτής της περιοχής, αλλά ένας ωραίος της πολίτης, άφησα πίσω τα μηχανήματα της καταχώρισης και θα δράσω αυτόνομα μέσα από ένα συνεχές αμνήμον βλέμμα που μπορεί να έρθει και να φύγει χωρίς κανένα φυσικό βάρος αλλά και χωρίς τίποτε να αποδεικνύει πως ήρθα ποτέ εδώ. Αυτό είναι, ακριβώς αυτό με καθήλωσε όταν πήγα να φουσκώσω τη μικρή μου τσάντα με πενήντα καρούλια φιλμ: Τίποτα και κανείς δεν μπορεί να πει πως ήρθα, πως κάθομαι τώρα πάλι στην Αγιά Φωτιά, πως ο λιβυκός ήλιος για μένα κρυφά από σήμερα λάμπει, τίποτα δεν μπορεί να συμβεί εδώ αν δεν το δω εγώ και κανείς δεν βλέπει εμένα αν δεν τον εφεύρω. Επιθυμία μου είναι να μπερδέψω τον καιρό που είμαι εδώ με εκείνον που φαινομενικά δεν είμαι κι έτσι από μόνος του να φτιαχτεί ένας άλλος χρόνος που θα εμφανίζει ό,τι εγώ θέλω μπροστά μου.

Έτσι ήθελα κάποτε κι οι φωτογραφίες μου που εικονίζουν εμένα την ίδια παγωμένη κάπου να μην προκαλεί άπαντες να πουν: Ένα είναι σίγουρο, Άνια, δεν είσαι πια εκεί, καθώς εγώ φωνάζω: Κι όμως, δεν βλέπετε καλά, εκεί είμαι, παρέμεινα! 


Αφού οι φωτογραφιες δεν εξυπηρετούν σε τίποτα πια κι ό,τι δείχνουν είναι κάτι που ο καθένας μπορεί να αποδείξει πως παρήλθε, προτιμώ να μην έχω άλλη από εδώ, είμαι πάντα εδώ και το εδώ είναι πάντα όταν εγώ είμαι.



Μέρα δεύτερη

Άνια στον Στέφανο, από ένα μέρος στο οποίο (πάντα) υπάρχω