Το καράβι δεν ήταν πια τρομακτικό. Στην αρχή, όταν όλα άρχισαν, όταν δηλαδή άρχισε το πλοίο μου να αποκολλάται από όποια επαφή είχε με την αγαπημένη μου γη και πολύ αργά να απομακρύνεται, ένιωσα εκείνο το αίσθημα που πάντα με υποδέχεται όταν αποφασίζω πως δεν γίνεται άλλο πια να αντιστέκομαι, πως δεν γίνεται άλλο να μη φύγω, αυτό το αίσθημα που φωνάζει μέσα από τα έγκατα του λιμανιού που μικραίνει: δεν υπάρχει γυρισμός, δεν είναι τίποτε πια δικό σου! Το αγνόησα μόλις απροσδόκητα με κατέκλυσε ένα άλλο συναίσθημα, εκείνο που με υποδέχεται στην αντίθετη λέξη από εκείνη του πανικού του γκρεμού του εχθρού, εκείνη που δεν μπορώ τώρα να βρω αφού έρχεται σπάνια και την ξεχνάω, μια λέξη που λέει: ανάσανα, κάτι άνοιξε, έχω στήθος και φεύγω πάνω σε κάτι που μοιάζει με καθεστώς! Κάθισα και τις οχτώ ώρες στο ανώτερο μέρος του Galaxy, το πλοίο κουνούσε ελαφρά μα συντονίστηκα γρήγορα και ταραζόμουν πια μονάχα τις ελάχιστες φορές που έμενε σταθερό πάνω σε κάποια ανώμαλη ησυχία της θάλασσας καθώς περίμενα το εκκρεμές μου σώμα να ακολουθήσει την πολύωρη ταλάντωσή του και εκείνο ξαφνικά έμενε μετέωρο σε μια πλήρως ανόητη στιγμιαία ακινησία που έμοιαζε εφιαλτική. Όταν κάθε σημείο της γης χάθηκε από οποιοδήποτε ορίζοντα, θυμήθηκα την αιώνια ανάγκη μου να πατάω κάτω σταθερά, συγκεντρώθηκα δυστυχής για λίγο σε αυτή μου την ανάμνηση -μιας και όταν δεν βιώνω κάτι απολύτως τώρα πρόκειται για μια μακρινή ανάμνηση και άρα μπορεί να λάβει τεράστιες διαστάσεις μέσα στο νοσταλγικό μου χαρακτήρα - και πίστεψα πως βρίσκομαι μέσα σε έναν χαμένο χρόνο ή κόσμο όπου δεν θα υπάρξει ποτέ πια κάτι μεγάλο και ακλόνητο πάνω στο οποίο θα μπορέσω να χτίσω, να φυτέψω, να ισιώσω τον φράχτη, να βρω μια πέτρα και να την πετάξω πάνω σε μια άλλη, να μυρίσω ένα εργοστάσιο, να θαφτώ. Όλα πέρασαν, όλα, όλα πέρασαν κι η πρύμνη πάνω στην οποία καθόμουν με υποστήριξε με τη σκοτεινιά του τραγουδιού που τώρα είχε έρθει στο στόμα μου και έφευγε προς τα πίσω ώστε κάτι να ακουστεί και να μείνει, πίστεψα δηλαδή πως τραγουδώντας ένα κομμάτι στίχων για ένα πλοίο, εκείνο όπως κι η θάλασσα πίσω του θα μου συμπαρασταθούν στον παράλογό μου φόβο και το έκαναν, η πρύμνη μου κι η σκοτεινιά που πίσω της έπεσε με καθήλωσε σε μια ευνοϊκή έκτοτε πλεύση και ίσως να κοιμήθηκα κρατώντας σφιχτά τη μικρή μου σάκα που δεν αντιστοιχούσε στην πραγματικότητα, δεν θα κάλυπτε τις ανάγκες ενός μήνα και μισού που σκοπεύω να μείνω εδώ από όπου τώρα σημειώνω όλο το χρονικό της εν πλω πορείας μου και αυτό είναι κάτι που μπορεί ως έναν άνθρωπο λογικό, μετρημένο και πάντοτε υπεύθυνο να με συναρπάζει.
Μέρα πρώτη
Άνια, 11 Ιουλίου 2022, πάντα προς Στέφανο, πάντα προς όπου είναι, από το νησί, το δικό μου νησί, ένα μεγάλο ισχυρό έδαφος