Στην Αθήνα φοβόμουν και να έρθω και να φύγω. Την τελευταία φορά βρήκα τον Στέφανο, μπήκαμε σε ένα υπόγειο και έφαγα φασολάδα, δεν φοβόμουν, ανέβηκα έπειτα πολύ ψηλά, δεν φοβήθηκα και κοίταξα το τρίγωνο της Αθήνας όπως μου είπε, δεν θυμάμαι τι αφορούσε αλλά κοίταζα, εξηγούσε εκείνος, ήταν όλα ωραία. Σήμερα ταξίδεψα πολύ, έβρεχε κι είμαι, η αλήθεια είναι, ακόμα στον δρόμο, αμάξια με νερό το ένα στο άλλο, υγρασία στις κάλτσες μου, πάω στην Αθήνα με τον γνωστό τρόπο να φοβάμαι μια τοποθεσία, ένα αντικείμενο, έναν κόσμο. Φοβάμαι για παράδειγμα κάποιες φορές την κάσα της πόρτας μου. Πέφτει εκεί το μάτι μου κι έπειτα από λίγο η κάσα θολώνει, δεν είναι πια τίποτε! Χτες στάθηκα από κάτω της να και την έπιασα να στηριχτώ, δεν την είχα ξαναπιάσει νομίζω, μετά από λίγο άρχισα να σκέφτομαι αποκλειστικά αυτή κι εκείνη άρχισε με έναν τρόπο να μεγαλώνει μα μόνο μέσα στο κεφάλι μου και να πιάνει πολύ χώρο, την άφησα γιατί φοβήθηκα. Φοβάμαι τα αντικείμενα, είναι αμφισβητήσιμα. Έτσι, φοβάμαι και την Αθήνα που τώρα με πλησιάζει, γιατί ποιος μας λέει ότι εγώ πηγαίνω σε αυτή κι όχι αυτή σε εμένα; Ποιος μας λέει ότι δεν είναι γεμάτη αντικείμενα -και βασικά αυτό είναι σίγουρο. Εκεί λοιπόν στην Αθήνα μάλωσα και με τον Γιάννη και δεν μπορώ να πω τίποτε γι’ αυτό εκτός από το ότι όταν μαλώνω με κάποιον περνάει μετά πολύς καιρός και ύστερα κι άλλος, όλα ξεχειλώνουν και ξεχνιούνται ενώ ταυτόχρονα επιμένουν, όλα γίνονται στιβαρά κι απόμακρα, δεν έχουν πια ιδιαίτερο βάρος αλλά μια ελαφριά κατάληξη, τον παγωμένο μου μικροκαμωμένο σβώλο θυμού. Στην Αθήνα, τώρα ξαφνικά θυμήθηκα ένα παντελώς άσχετο συμβάν, ήταν μια φορά που δεν είχα καθόλου λεφτά ούτε εγώ ούτε κι ο γκόμενός μου και μαζέψαμε λίγες σακούλες με λεμόνια από τον κήπο του να τα πουλήσουμε. Νομίζαμε οι ανόητοι ότι θα βγάλουμε κανένα εικοσάρικο. Τα χαρίσαμε τελικά στον γαμπρό του τον μανάβη και μας κακοφάνηκε που είχαμε δουλέψει έτσι άδικα και που τα λεμόνια δεν ήταν αυτό που νομίζαμε. Δεν ξέραμε την τιμή τους; Δεν ξέραμε την αδικία; Τη δικαιοσύνη; Θελήσαμε να κάνουμε τους έξυπνους ή απλώς αγαπούσαμε πολύ τα λεμόνια; Έχω φυτέψει από τότε μια λεμονιά στο σπίτι μου στη Θεσσαλονίκη. Κάθε χρόνο της φτιάχνω μια εξαιρετική εγκατάσταση για το κρύο κι αυτή κάθε χρόνο παγώνει. Το καλοκαίρι βγάζει πάντα ένα νέο φύτρο κι αυτό σημαίνει πως είναι πάντα ίδια, δεν μεγαλώνει και δεν θα μεγαλώσει ποτέ μα είναι ζωντανή και ίδια και αυτό είναι πιο σημαντικό από την εξέλιξή της, έτσι πιστεύω. Αυτή τη φορά στην Αθήνα τα μαλλιά μου θα είναι ξανθά, δεν το είπα στον Στέφανο, ίσως νομίσει ότι τα ´χω χάσει και κάνω στο σώμα μου διάφορες στρεβλές προσθήκες απολύτως ξαφνικά και παράλογα, θα προσπαθήσει ίσως να βρει τον λόγο και δεν ξέρω αν μπορέσω να συμμετέχω στην αναζήτηση της χαμένης μου σταθερότητας. Θα του πω την αλήθεια αν η αλήθεια είναι ποτέ η αλήθεια κι αν εγώ ενδιαφέρομαι πια για οτιδήποτε μοιάζει με αυτή. Θα του πω δηλαδή ό,τι μου κατέβει, ότι με βαρέθηκα για παράδειγμα, ότι ήμουν μια γνωστή εικόνα κι ότι τώρα δεν μπορώ άλλο να είμαι ούτε εικόνα ούτε γνωστή. Θα του πω να μη φοβάται, θα του πω να μη φοβάται αν γράψω όλο μου το σώμα, αν τα μαλλιά μου κοντύνουν ακόμη περισσότερο, αν αλλάζω σε αντίθεση με ό,τι είναι η λεμονιά μου ή ό,τι υπονοώ πως συμβολίζει, θα του πω να κοιτάξει τα μάτια μου και να μπει μέσα κι όταν βγει, όπως όταν εγώ βγήκα μέσα από την κάσα της πόρτας, όλα θα είναι κάτι αντίθετο από κρίμα, συγγνώμη αλλά δεν μπορώ να βρω τη σωστή λέξη και στηρίζομαι συχνά στην αντίθετή της. Στα μισά της διαδρομής σταμάτησε να βρέχει, είμαι τόσο καλά που δεν θα μπορέσει να το πιστέψει κανείς, οπότε προτιμώ να μη δείχνω καλά. Έκανα μια βόλτα με τα πόδια γύρω από το βενζινάδικο να ξεπιαστώ και ενώ δεν είχε τίποτα τριγύρω, εγώ ένιωσα τον εαυτό μου. Στην Αθήνα τον χάνω, είναι όλα τόσο πολλά. Στην Αθήνα χάνω και τον χρόνο. Ξεχειλώνει σαν τον Γιάννη, απλώνει σαν την αγάπη του Στέφανου για εκείνη, είναι άδικος σαν τα λεμόνια, δεν βρίσκω ποτέ την κατάλληλη στιγμή, δεν μπορώ να αναγνωρίσω την ώρα, δεν ξέρω πότε έρχεται ο καιρός να φύγω. Πόσο κουράστηκα να τη σκέφτομαι ενώ πηγαίνω σε αυτήν. Πόσα πολλά έγιναν κι εγώ έμεινα μέσα τους.