3.4.22

Καθώς κουρεύω το χόρτο σκέφτομαι τι είναι αυτό που θα μου έλεγαν οι φίλοι μου πριν να πεθάνω

Θέλω κάποιες φορές να πεθάνω

απλά στον δρόμο

Τους βάζω πάνω μου να κοιτάν κάτω

τα μάτια μου τα απελπισμένα

Πόσο λυπούνται οι φίλοι μου

και πόσο καλά θα με θυμούνται

Κι εγώ πόσο θα έχω σταματήσει ν’ αγωνιώ

Δεν έχει σκεφτεί κανείς να εφεύρει νέες λέξεις

για τη φρίκη

κι έτσι δεν μπορούν να καταλάβουν τι γίνεται

μέσα μου όταν προσπαθώ να συνεχίσω

κουρεύοντας για παράδειγμα το χόρτο

στο οικόπεδο

που κάποτε μου φαινόταν πως ήταν ένα ωραίο

απλώς οικόπεδο

Τίποτε πια δεν μοιάζει με κάτι λιγότερο από νεκροταφείο

Τα λουλούδια είναι πάνω στα δέντρα κι είναι

κι αυτά νεκροταφεία

Τα χορταράκια είναι νεκροταφεία

Είμαι ένας από τους νεκρούς συνδαιτυμόνες

Κι ο ήλιος δεν έχει σημασία αν λάμπει και είναι καλύτερος από ποτέ

και τα πουλιά αν προσπαθούν να με συνεφέρουν

Γιατί ό,τι συνεχίζει είναι παράλογο

κι εγώ παράλογα κόβω

και κρατιέμαι από μια κάποτε λογική ροή

Η αγάπη άλλωστε είναι θαμμένη τόσο πιο 

κάτω κι εγώ πάντα ήθελα να είμαι κοντά

Τι φοβερά που μοιάζουν όλα

Τι βάσανο

να είμαι πάντα εδώ