Υποχρεωμένη να σκεφτώ για εκείνους που δεν το κάνουν και πράττουν δίχως εξάσκηση και δίχως πρόοδο παρά μονάχα πιθηκίζουν και διευκολύνονται από τη σπανιότητα που τους περιβάλλει μα δεν τους διέπει, καθώς και την ατιμωρησία, παραθέτω εδώ τη φρικαλεότητα του να προχωρά κανείς προς τα εμπρός κρατώντας μια κλωστούλα που έδεσε σε αυτόν που τόσο βάρβαρα θαυμάζει. Η αλήθεια ανήκει σε εμένα, όχι ως κάτι το εξεζητημένο αλλά ως κάτι το βέβαιο. Με το να διηγηθώ αυτήν την ιστορία όπως έγινε θα χάσω πολύτιμο χρόνο από το να κάνω απολύτως τίποτε. Απολύτως τίποτε είναι αυτό που προτιμώ να κάνω και αυτό κάνω, όπως αυτό είναι που θα κάνω έπειτα. Ατιμώρητοι θα παρευρεθούν οι πανούργοι μεσοεπιθετικοί σε όλα τα σημεία που στάθηκα γιατί θέλουν να θαυμάσουν το σημείο από όπου κοίταξα κάπου. Βιαστικά-βιαστικά κάποιος από όλους -ένας και μόνο- μπορεί να έλεγε πως θα έπρεπε να ντρέπομαι που πιστεύω πως το σημείο που στάθηκα είναι αξιοθαύμαστο μα κάτι τέτοιο ποτέ δεν ειπώθηκε κι αμέσως, κάπου εδώ, γρήγορα κι εύστοχα πιάνουμε στα πράσα τον ένοχο. Δεν είναι αξιοθαύμαστο ένα σημείο. Μα είναι δικό μου. Τώρα σε περίπτωση που μέσα στον παραλογισμό του ο ειδικευμένος στη μετριότητα και την οκνηρότητα καταφέρει να τα 'χει καλά με τον εαυτό του και να μην προτιμά τη διέξοδο της απόλυτης παύσης όσων επί αμνημόνευτα συναπτά έτη αντιγράφει και παρουσιάζει ως δική του δημιουργία, όλοι μας καταλαβαίνουμε πως αυτή η επιλογή φέρει τη βλακωδέστερη κι οξύμωρη πηγή ζωής για το μηρυκαστικό με το οποίο ασχολούμαστε σε αυτό το κείμενο. Πηγή ζωής είναι το να αναμασάς την τροφή ενός άλλου. Ο ιδρώτας της άφθαρτης ψυχής και του σώματος που βρήκε την τροφή, την κράτησε στο χέρι του πεινασμένος και τη μάσησε μέσα στην ευτυχία και την πρωταρχικότητα, έχει μια γεύση που θέλει να γευτεί και ο πιθηκίζων ψεύτης. Δεν έχει γεύση το μάσημά του μα τη φαντάζεται. Η φαντασία του ψεύτη καλπάζει. Αρπάζει ο ψεύτης την μπουκιά που αναμασά φτύνοντάς τη στην παλάμη του και πάει και τη δείχνει ως κάτι αισθητικά ωραίο -σάλια, ασχήμια και δυσωδία- σε όσους ανέχονται τα ψέματά του ή δεν τα αναγνωρίζουν. Έχουμε να κάνουμε με επαναλήψεις. Έχουμε να κάνουμε με έναν ύπουλο, ασυγκράτητο μανιακό που δεν ξέρει να κάνει τίποτε άλλο από το να μελετά την κάθε κίνηση αυτού που δεν είναι ο ίδιος μα θα ήθελε όσο τίποτε άλλο να είναι. Σκέφτομαι πως πρέπει να είμαι πολύ χαρούμενη. Γνωρίζοντας πως δεν θα επέτρεπα ποτέ στον εαυτό μου μια τέτοια υποψία πλήξης και πως η κάθε μου δημιουργία είναι προϊόν του καθαρού πνεύματός μου, επιτρέπω τη νοσηρότητα ενός νου να υπαγορεύσει μέσα και γύρω του το ψέμα και την ανυποστασία του και αφήνω τα βλέφαρά μου σταθερά να κλείσουν. Είμαι και μπορώ να είμαι εγώ.