13.4.20
βρήκα ένα μολύβι που μου θύμισε
πως κάποτε
μ’ άρεσε κι έγραφα ποιήματα
ήταν ταλαιπωρημένο
και δεν χώραγε
στα χέρια μου να γράψω
έτσι ξέχασα
εκείνα τα πουλιά που υπαγόρευσα μέσα μου
και μια σύντομη ιστορία
για τη χαμένη μου αγάπη όταν
εκείνη τόσο μου έμοιαξε στο φαγωμένο του το ξύλο
που δεν έλαμπε
ούτε ζήταγε
τον θαυμασμό μου
μα πώς τον είχε κατακτήσει ήδη
έτσι που ταπεινά
υπήρχε
κι ακόμη αν ήθελε έγραφε· έγραψε
πάνω μου μια θλίψη
μαύρη - τι δύναμη;
από τότε το σφίγγω καλά
και περπατάω έξω
με τον μικρό μου άξεστο
φίλο
μπήγεται
μέσα στην παλάμη μου
όταν ξανοιχτώ πολύ μακριά ή κι όταν
βρίσκομαι σε κάποιον κίνδυνο
άλλοτε χάνεται
και δεν το βρίσκω αμέσως
ένα μολύβι μικρό
κι άσχημο
βρίσκεται στην τσέπη μου
και μου κρατάει το χέρι