Έτρεχα
να προλάβω την ώρα και το σώμα μου
άκαμπτο γλιστρούσε στην πυκνή βροχή
που είχε ξεσπάσει μέσα
στα παπούτσια μου
Το κρύο
ήταν ανελέητο
μα κι ανακουφιστικό καθώς μούδιαζε
ό,τι πόναγε
μέσα μου περισσότερο
Πρώτη φορά Θεέ μου λυπήθηκα
τον εαυτό μου
και θυμήθηκα σε μια στιγμή
που δεν γινόταν πια
να συνεχίσω μα συνέχιζα
όλες εκείνες τις Γυναίκες του Τρίκερι
και την ανάμνησή τους
μιας ατελείωτης πορείας πόνου
δίψας
κι απελπισίας
Μεγάλη μου λιποψυχία σκέφτηκα
να τις μνημονεύω σε μια αδύναμη στιγμή
που μ’ ένα δανεικό
βαρύ ποδήλατο
αποφάσισα να γίνω διανομέας
μες στον γερμανικό χειμώνα
μα στ ´αλήθεια μου ‘δωσε κουράγιο η σκέψη τους
κι έφτασα δεν ξέρω πώς
στο τελευταίο κτίριο
Εκεί θυμωμένος κάποιος μου άνοιξε
κι άρπαξε τη σακούλα που κράταγα
πιθανόν στα χέρια μου
Έχω χέρια
κι έφτασα
είπα καθώς αποκοιμιόμουν λίγο ύστερα
στη σκληρή αγκαλιά
του τοίχου
να προλάβω την ώρα και το σώμα μου
άκαμπτο γλιστρούσε στην πυκνή βροχή
που είχε ξεσπάσει μέσα
στα παπούτσια μου
Το κρύο
ήταν ανελέητο
μα κι ανακουφιστικό καθώς μούδιαζε
ό,τι πόναγε
μέσα μου περισσότερο
Πρώτη φορά Θεέ μου λυπήθηκα
τον εαυτό μου
και θυμήθηκα σε μια στιγμή
που δεν γινόταν πια
να συνεχίσω μα συνέχιζα
όλες εκείνες τις Γυναίκες του Τρίκερι
και την ανάμνησή τους
μιας ατελείωτης πορείας πόνου
δίψας
κι απελπισίας
Μεγάλη μου λιποψυχία σκέφτηκα
να τις μνημονεύω σε μια αδύναμη στιγμή
που μ’ ένα δανεικό
βαρύ ποδήλατο
αποφάσισα να γίνω διανομέας
μες στον γερμανικό χειμώνα
μα στ ´αλήθεια μου ‘δωσε κουράγιο η σκέψη τους
κι έφτασα δεν ξέρω πώς
στο τελευταίο κτίριο
Εκεί θυμωμένος κάποιος μου άνοιξε
κι άρπαξε τη σακούλα που κράταγα
πιθανόν στα χέρια μου
Έχω χέρια
κι έφτασα
είπα καθώς αποκοιμιόμουν λίγο ύστερα
στη σκληρή αγκαλιά
του τοίχου