την πρώτη μέρα που σε είδα
είχες μεγάλη ανάγκη για φροντίδα
μα εγώ
ήμουνα ένα παγόβουνο
ή καλύτερα η ματαιότητα ριγμένη
μέσα σ’ έναν κουρασμένο άνθρωπο
νιαούριζες ικετευτικά
κι εγώ
αν και κοντοστάθηκα
τράβηξα τον δρόμο μου λέγοντας
δεν έχει
κανένα νόημα
να προσπαθήσω
το βράδυ δεν μ’ άφησες να κοιμηθώ
ίσως να πείναγες
ή να ‘θελες απλά κάποια φιλία
γύρισα απ’ την άλλη και
προσπάθησα να σε ξεχάσω
κλείνοντας το παράθυρό μου
μα το πρωί ήσουν πάλι στη διαδρομή
για τη δουλειά μου
έχεις μπλέ μάτια
κίτρινα μαλλιά
κι είσαι ίσα με μια παλάμη
η δύναμή σου για ζωή
ξεπερνάει κατά πολύ τη δική μου
έτσι με σταμάτησες για τα καλά
μεχρι που πήγα κι αγόρασα γάλα
για ‘σένα
και στο ‘χυσα στο πεζοδρόμιο
μια άσπρη λίμνη στην οποία
πέρασες καλά μικρή μου
γάτα
μα τώρα σ’ έχασα
κι η σκέψη μου γυρνάει σε ‘σένα
και στην πιθανότητα
να ήμασταν εδώ μαζί
θα σου χάιδευα την πλάτη κι εσύ
θα μου πάταγες με τα μικρά σου πόδια
την κοιλιά
ίσως έπρεπε
να σ’ έχω σώσει από οποιαδήποτε άλλη μοίρα
μικρή μου
και μάταια
σήμερα
να ζούσαμε
μαζί
μα σ’ έχασα
σ’ έχασα
κι απ´το πρωί σε καλώ μετανιωμένη
έχοντας πάρει την απόφασή μου
να σε μεγαλώσω
μα φοβάμαι πως κάπου γύρω
θα σ’ εχουν πατήσει τίποτε αυτοκίνητα
ή χειρότερα θα σ’ έχουν φάει τα σκυλιά
και στεναχωριέμαι
για τη σκληρότητα μα και την ειλικρίνιά μου
η τύχη σου ήμουν δυστυχώς εγώ
ένα άτομο
που δεν συγκινείται πια
και δεν επιθυμεί να συγκινεί
μα αν ερχόσουν τώρα
αλήθεια θα σ’ έσφιγγα στην αγκαλιά μου
έτσι
χωρίς αιτία
και θα ‘λεγα
φάε και πιες αυτό το σπίτι είναι δικό σου
γιατί αλήθεια το βαρέθηκα
μπορείς να ζήσεις
και να χαράξεις τα πατώματα
και να σκίσεις όλες τις κουρτίνες
εγώ θα σε αγαπώ
σε κάθε σου εύλογη μανία για καταστροφή
είχες μεγάλη ανάγκη για φροντίδα
μα εγώ
ήμουνα ένα παγόβουνο
ή καλύτερα η ματαιότητα ριγμένη
μέσα σ’ έναν κουρασμένο άνθρωπο
νιαούριζες ικετευτικά
κι εγώ
αν και κοντοστάθηκα
τράβηξα τον δρόμο μου λέγοντας
δεν έχει
κανένα νόημα
να προσπαθήσω
το βράδυ δεν μ’ άφησες να κοιμηθώ
ίσως να πείναγες
ή να ‘θελες απλά κάποια φιλία
γύρισα απ’ την άλλη και
προσπάθησα να σε ξεχάσω
κλείνοντας το παράθυρό μου
μα το πρωί ήσουν πάλι στη διαδρομή
για τη δουλειά μου
έχεις μπλέ μάτια
κίτρινα μαλλιά
κι είσαι ίσα με μια παλάμη
η δύναμή σου για ζωή
ξεπερνάει κατά πολύ τη δική μου
έτσι με σταμάτησες για τα καλά
μεχρι που πήγα κι αγόρασα γάλα
για ‘σένα
και στο ‘χυσα στο πεζοδρόμιο
μια άσπρη λίμνη στην οποία
πέρασες καλά μικρή μου
γάτα
μα τώρα σ’ έχασα
κι η σκέψη μου γυρνάει σε ‘σένα
και στην πιθανότητα
να ήμασταν εδώ μαζί
θα σου χάιδευα την πλάτη κι εσύ
θα μου πάταγες με τα μικρά σου πόδια
την κοιλιά
ίσως έπρεπε
να σ’ έχω σώσει από οποιαδήποτε άλλη μοίρα
μικρή μου
και μάταια
σήμερα
να ζούσαμε
μαζί
μα σ’ έχασα
σ’ έχασα
κι απ´το πρωί σε καλώ μετανιωμένη
έχοντας πάρει την απόφασή μου
να σε μεγαλώσω
μα φοβάμαι πως κάπου γύρω
θα σ’ εχουν πατήσει τίποτε αυτοκίνητα
ή χειρότερα θα σ’ έχουν φάει τα σκυλιά
και στεναχωριέμαι
για τη σκληρότητα μα και την ειλικρίνιά μου
η τύχη σου ήμουν δυστυχώς εγώ
ένα άτομο
που δεν συγκινείται πια
και δεν επιθυμεί να συγκινεί
μα αν ερχόσουν τώρα
αλήθεια θα σ’ έσφιγγα στην αγκαλιά μου
έτσι
χωρίς αιτία
και θα ‘λεγα
φάε και πιες αυτό το σπίτι είναι δικό σου
γιατί αλήθεια το βαρέθηκα
μπορείς να ζήσεις
και να χαράξεις τα πατώματα
και να σκίσεις όλες τις κουρτίνες
εγώ θα σε αγαπώ
σε κάθε σου εύλογη μανία για καταστροφή