10.1.11
Τα ψάρια ρουφούσανε τις πέτρες κι ύστερα τις φτύναν. Λες καθάριζαν το μέρος. Και πως είχανε καλύτερη τύχη απ'το άλλο. Το κλεισμένο στη βότκα. Συμφώνησα και χάιδεψα ασυναίσθητα το συμπαθέστατο κρύο τζάμι. Είχε γλίτσα και σκουριά. Πώς ζουν τα ζωντανά; Δε ζούνε, μόνο κολυμπάν. Γνωστό. Γύρισα προς το φως. Το μαγαζί το λέγαν ραδιόφωνο. Είχε ραδιόφωνα μέσα. Έπαιζε ραδιόφωνο. Το σέρβις ήτανε θηλυπρεπές. Εσύ το παρατήρησες, εγώ το επιβεβαίωσα. Άφησε τα ποτήρια άτσαλα και χαριτωμένα χύνοντας νερά στις φωτογραφίες. Τότε μπήκε το κορίτσι. Στον ζουμερό της κώλο καθότανε η γιάσικα. Μας χάρισε αυτήν μαζί με άλλα άυλα αντικείμενα κι έφυγε να παέι να φάει να συντηρηθεί. Εσύ αδύνατος πάντα, τώρα κοκκαλιάρης δεν έχεις τι να φας, πίνεις νεροζούμια. Το ψωμί χωρίς γλουτένη. Η μπύρα σου χωρίς μαγιά. Όλο αφαιρούμε, αφαιρούμε να μείνουν τα καλά. Άνευ! συμβουλεύει ο άντρας που δε θες να μου γνωρίσεις μην τον γουστάρω περισσότερο από'σένα. Σου 'μειναν δυο φαγητά να φας μ'αυτόν τον βλάκα που'μπλεξες, όσα δεν ξέρω εγώ να φτιάχνω δηλαδή και τα λέν όλα ντίνκελ. Ντίνκελ όπως χτυπάει το κουδούνι του πλούσιου κληρονόμου. Ντίνκελ όπως αστράφτει το καλό σετ μαχαιροπήρουνων. Ταιριάζει στο πρόσωπό σου η λέξη και βλέπω πως σου αφήνει τουλάχιστον κάποιες δυνάμεις να χορεύεις τις μέρες που το απαιτεί η μέρα. Κι έχεις όρεξη άμα σου χαμογελάω κι είσαι ένας καλός άνθρωπος. Ποιος άνθρωπος με μουστάκια μπορεσε ποτέ να έχει γεννηθεί πιο πριν κακός; Ας τα ξεχάσουμε αυτά. Άλλωστε ήρθες και αυτό είναι σοβαρό. Είναι σοβαρό σαν έμφραγμα, έτσι είπες. Μάζεψα τα σκουπίδια από το πάτωμα, έπλυνα τα πιάτα και φόρεσα το σκισμένο μου καλσόν. Σκόνη, λάδια, τρύπια μπούτια. Έτσι σου άνοιξα εξ'αρχής και δια ζώσης κι εκ του σύνεγγυς και σ'έβαλα μέσα. Μιλήσαμε, δε θυμάμαι, όχι. Ίσως να πέρασε καμία ώρα και μετά.  Μίλησες να πεις ότι πεινάς, πού να σου βρω διεστραμμένα ντίνκελ τα χαράματα. Κάναμε μπάνιο να σου φύγει, ξέρω μεθόδους. Ας πούμε αν κάνεις το σώμα σου κεράκι η πείνα εξαφανίζεται για λίγο, ή αν ρουφήξεις λίγο νερό από τη μύτη σαν να πνίγεσαι. Τα έπραξες, με εμπιστεύτηκες χορτάτος μα έκανες το λάθος να εισέλθεις ξανά. Πείνα. Έπιασα το πίκολο και φύσηξα μήπως καταφέρω κάτι. Ενθουσιάστηκες, ξέχασες πείνα, σώμα, στομάχι, θνησιμότητα. Έπαιζα με οχτώ δάχτυλα ώσπου να κοιμηθείς. Το πρωί το σπίτι βρώμαγε καλαμποκόψωμο και γλώσσες ζαχάρεως, φοβερή γαστρονομία. Να πούμε πως κάτι κάναμε. Να πω εγώ πως κάτι ζύμωσα. Πως έφτιαξα ένα πράμα για σένα. Κι ύστερα από αυτά τα έκτακτα έρχεται η κωλοώρα. Σε πηγαίνω σπίτι σου. Σε πηγαίνω σ'ένα μέρος απ'όπου θα μπορέσεις λες να φτάσεις σπίτι σου. Είμαι οδηγός μερσεντέζ απ'αυτούς που αντιπαθείς και βρίζεις μα τώρα υπάρχει ένας που τον συμπαθείς και κάπως ιδιαιτέρως. Εγώ. Το γκάζι. Μου σβήνει. Μας μουντζώνουνε. Μας προσπερνάν. Σου υπόσχομαι πως θα φτάσουμε νωρίς ή τουλάχιστον καθόλου αργά. Λες εντάξει. Δείχνεις να με πιστεύεις. Δείχνω να λέω αλήθεια. Μου χαϊδεύεις το πρόσωπο ασυναίσθητα. Όπως εγώ τα ψάρια. Τα δάχτυλά σου μυρίζουν καραμέλα. Μυρίζουν ψάρι. Γλυκό ψάρι. Ψάρι γκουρμέ. Εν αγνοία μας γλώσσα καραμελωμένη. Εγώ πάνω απ'το τηγάνι να ισχυρίζομαι πως είναι του πολύ γλυκού νερού κι εσύ να της πετάς αλάτι. Άχνη στο τσιζκέηκ, μ'αυτήν πανάραμε τα ψάρια. Το σπίτι που αφήσαμε μυρίζει, το στόμα σου, τα χέρια, τώρα το αυτοκίνητο. Οδηγάω παλαβά. Θα προλάβω. Πρόλαβα λογικά, μα δε θυμάμαι τόσο ωστε να κόψω το χέρι μου ή να το βάλω στη φωτιά ή κάπως να το βασανίσω όπως ζητάνε πάντα οι εκφράσεις. Από τότε μόνο συγκρατώ μέχρι και σήμερα ας πούμε κάποια χάιλάιτς σαν αυτά. Ο ξάδερφος γέννησε. Ο αδερφός με τη γυναίκα ευτύχησε. Τέσσερις τρομακτικές ώρες μακριά, ο κουζινάς τηλεφωνεί χαράματα. Ο καντάντε φωνάζει τα προστάγματα. Το παιδί μου με ψάχνει ακατάπαυστα κι εγώ είμ'εδώ. Δεν απαντάω. Είμαι μόνος. Παίρνω το πτυχίο μου, το χαρτί του πτυχίου μου, το πτυχίο του χαρτιού μου, σημειώνω πάνω του τη νέα μου διεύθυνση και συνηθίζω να ζω άνευ.