5.7.13
Η γάτα στο απέναντι μπαλκόνι έχει
για παρέα της
έναν βαρετό λαγό.
Όταν ανοίγω τα παράθυρα,
μου φαίνεται να σκέφτεται πως θα'πρεπε να ζει
εδώ.
Τη χαιρετώ.
Λέω
μη λυπάσαι λυπημένη γάτα
κι εγώ θα'θελα εκεί
να 'ρθώ.
Ύστερα προσπαθεί να βρει
τον τρόπο,
ένα δέντρο,
ένα σχοινί,
ούριο άνεμο, κάπου να πιαστεί
μα τρόπο δίχως πριν να σκοτωθεί
δεν έχει βρεί.
Έτσι
πειράζει τον εναπομείναντα λαγό.
Αυτός,
μπορώ αν θέλω να φανταστώ,
διαισθάνεται την αδυναμία επικοινωνίας
δύο διαφορετικών
εκ φύσεως ειδών
και πηδάει πάνω στο μονοθέσιο σκαμπό.
Αφού η γάτα παραιτηθεί
κι εγώ
έχω αρκετά στεναχωρηθεί,
κλείνω τα παράθυρα για να μην μπορεί
με ευκολία να δει
την αβάσταχτη ελπίδα της φυγής
εδώ
στο σπίτι της απέναντι κυρίας αυτής,
που δείχνει επίσης να καταφέρνει να ζει
μια παρόμοια ζωή.