4.5.11
Έχω αυτήν την έξαψη, την καούρα στο στομάχι, την ελαφρύτητα των δαχτύλων του ποδιού και τη βιασύνη των υπόλοιπων δαχτύλων να πηδήξουν στο επόμενο γράμμα, να φτιάξουν κάτι που διαβάζεται. Να πω την ιστορία της τύχης των δύο, της ατυχίας και των δύο, της παρατεταμένης ευτυχίας ενός τζόμπου και της αφόρητης δυστυχίας μιας μπόμπας φαρούκ. Όλα αυτά θέλουνε συνέπεια, συνέχεια των γεγονότων, συνοχή χωρίς κενά αέρος και μνήμης. Θυμάμαι βδομάδες ενός ολόκληρου χρόνου με τέτοια τρύπια κενά όλων των ειδών κι έτσι τώρα με τα δεδομένα αυτά και δεδομένης της κατάστασης μού στερείς εσύ, ο ένας εκ των δύο, την ευχαρίστηση που ζητάω εδώ, στη μέση των πιθανών επιλογών μου. Έτσι σε όλο αυτό θα υπάρξω εγώ, μόνη, εγώ. Έχω τη μαμά, τη νεκρή μαμά της, την αδερφή της που με αναγκάζει να δω το φόβο μου να φυτρώνει μέσα σε όλους τους  ανθρώπους των 5-10 ορόφων, δεν ξέρω, ανέβηκα με τα πόδια, δε μέτρησα. Χωρίς αναφορές σε εσένα που αν θυμάμαι καλά δε με αφήνεις και πολύ να λυπηθώ, λυπάμαι κάθε μέρα που ξυπνάω για όσα θα γίνουν εκεί κι εδώ μέσα. Έχω αυτούς, έχω κάποιους, είναι σημαντικό για εμένα που δεν ξέρω τι είναι ασήμαντο, εσύ είσαι σημαντικός ας πούμε αλλά δε θα αναφερθώ, το να φτιάξω αύριο ένα σπουδαίο φαγητό είναι σίγουρα σημαντικό και να 'μαι την ώρα την εγακαινίων στην ώρα μου ή και μια ώρα αρχύτερα. Εγώ είμαι σημαντικός. Έχω αυτούς και εκείνοι έχουν εμένα κι εγώ έχω αυτούς και δε μου φτάνουν αφού δεν μπορούν να γεμίσουνε καλά έναν μικρό χώρο. Άδειος χώρος, άδειο ψυγείο, σκάλες χωρίς παπούτσια, ασανσέρ εκεί οπου το άφησα χτες ή προχτές. Κατουράω φωτιές, ψάχνω τη λέξη 'πίσω απ'τα γόνατα', ή τη γραμμένη λέξη πάνω στη λαδωμένη λαδόκολλα που κρέμασε τον γαλανομάτη αλλοδαπό, 'ευφυής' ή 'τζιμούχα', μια απ'τις δυό ήτανε η λέξη, αυτή που συνωμότησαν να του βάλουν οι κυρίες με τα μαλλιά-φωλιές. Εσύ έτρωγες το σουβλάκι σου εκεί δίπλα και προσπαθούσες μαζί με τη μύτη σου να ξεπεράσετε διάφορα. Εγώ ήθελα απλά να βοηθήσω τον άνθρωπο. Να του πω την απάντηση, να μη χάσει, να μη χάσει σε αυτό το ασήμαντο παιχνίδι.Όχι ασήμαντο, όχι εσύ. Εγώ μόνο, έλεγα πως είμαι εδώ κι ότι δε μου αρέσει να βάζω τα ρήματα στην άκρη, να βλέπω αρρώστους, να φοράω παντόφλες και το κρεβάτι μου κάθε πρωί να πρέπει να γίνει καναπές. Έχω αποκτήσει μια ωραία φωνή και την τραγουδάω, λέω το μπιτ παζάρ, τη μαρία-νεφέλη, τραγούδια που έχουν στίχους να θυμάμαι, ενδιάμεσα μιλάω, πρέπει να κάνω συζητήσεις για σελέμπριτιζ που αδυνάτισαν και για τη ζωή μιας άλλης, άλλης από έμας, από 'μένα, από τους άλλους. Άλλη είναι και θέλω να πω πως δε μας νοιάζει αλλά δε θα το πω, θα με νοιάζει για όσο χρειάζεται, γιατί είναι άνθρωποι που το χρειάζονται, όπως εγώ χρειάζομαι να πω μια κουβέντα για εσένα ή με σένα. Να πω πως θέλω γερά τα νύχια μου και το μικρό μου κόκκαλο, τον εξογκωμένο μου καρπό, θέλω ντουλάπα στη θέση της -κατηγορούμενης για τα παραπάνω και παρακάτω εγκλήματα- βαλίτσας που με βαραίνει, κολλάει στα λούκια, βγάζει τον ώμο, τα νύχια, την ψυχή. Θέλω εσένα, τη φτηνή πέλλα για σπίτι μας, η οικογένεια απέναντι να γίνουν έντιμοι γείτονές μας, ο ρεσψιονίστ θαυμάσιος θυρωρός, να μην αναρωτιέμαι πότε μεγάλωσαν τα λιγοστά μαλλιά αφού τα έβλεπα χτες και προχτές και πάντα, να μη χρειαστεί να βρω έναν καλό αποχαιρετισμό, να μη χρειαστεί να φτιάξω ένα τίμιο τέλος.