12.3.11


5.3.11
Ήταν που εγώ μπορούσα να πω τόσα. Να μιλήσω καταρακτωδώς για'σένα. Να πω ιστορίες για σάντουιτς που φαγαμε και σαντουιτσίτιο που διαπράξαμε καθώς δε γνωρίζαμε τι πρόκειται να αποφασιστεί. Μπορούσα εγώ να εξηγήσω, να αφήσω το στόμα να κάνει σχήματα λόγου και αλληγορίες, να πει κοινοτοπίες και κάνα δυο πρωτοτυπίες. Σε όλους. Για εσένα και για ένα πρόωρο 'εμάς'. Ήξερα πώς να τα πω ή να τα γράψω, να μου υπαγορεύσω, γνώριζα τι ήθελα να πω, κατάφερνα και τα θυμόμουν. Τα τετράδια μού ήταν άχρηστα, είχα το μυαλό. Δυό εποχές πριν, ήσουν πιο παχύς, εγώ ελαφρύτερη από μέσα λόγω απωλειών. Σκέφτηκα πως ίσως αδειάσω λίγη εναπομείνουσα χαρά στον γνωμερό. Να αδειάσω και πουθενά αλλού τις ξεχωριστές μου αηδίες. Η συνέχεια είναι εδώ, γραμμένη. Φτιαγμένη από κάποια χημικά, απιονισμένα νερά, παιχνίδια μέσα σε μυστικό γήπεδο του γκολφ, δίσκοι σκληροί , δίσκοι περιστρεφόμενοι, δίσκοι από την άλλη πλευρά, βόλτες με τα πόδια και τα χέρια και όσα άκρα διαθέτουμε, τα ραδιενεργά μας κινητά, τα βιβλία σου, τις ιδέες σου, την κατασκευή άοπλου μπερδέματος Ι και ΙΙ. Τις απουσίες στο απουσιολόγιο. Τις παρουσίες στο παρουσιολόγιο. Απουσιολόγος εγώ. Να σε καρφώνω όταν δεν είσαι εδώ, να σημειώνω στα κρυφά απών κι όταν σε βλέπω. Και εσύ να έχεις δίκιο που δεν αναφέρω συχνά τη μικρή δεύτερη λέξη της παρούσας αυτής πρότασης. Εσύ αυτό, εσύ εκείνο, εσυ τι. Εσύ τι. Εγώ τόσα. Τα προφανή. Τα ίδια. Εγώ δεν ήθελα να μου σφυρίζεις. Εγώ δεν ήθελα να με μετακινήσεις. Εγώ. Απόψε εγώ. Χτες εγώ. Μπορώ να ξεκινήσω με δικαιολογίες σαν επιχειρήματα. Με φόβους σαν φοβίες και θεωρίες σαν πράξεις. Και να σε πείσω να μου δώσεις λί γο ακόμα απο'κείνο που δε θα ξοδέψω εδώ τόσο απερίσκεπτα μιας και βλέπω πως τα αποθέματα αυτής της αναφοράς ίσως να μη φτάνουν για να τη βγάλουμε ώσπου να 'ρθει η ώρα μας. Μα είναι σειρά σου. Να ξεκινήσεις εσύ. Εσυ τι. Εσύ κάτι. Κάτι που δεν ξέρω, που θες να το γνωρίζω καλά. Όπως εσένα ή το χέρι σου, ή το ασημί σου όργανο. Ίσως να μου δείξεις πώς να σε βοηθήσω, να το κρατάω ας πούμε εγώ κι εσύ μόνο να φυσάς στην τρύπα. Να μου πεις και πώς θα έπινες τον καφέ σου, πόσο μισείς αυτήν τη δίαιτα, να μου μιλήσεις για κανένα βασανιστικό όνειρο όπου καταδικάζεις εις θάνατον ατίθασα παιδιά. Να σε ακούσω ώρες πριν απελευθερώσω μία λύση. Να είμαι εγώ η λύση. Να ξέρω πάλι τι να πω. Πώς να σταθώ, να συμπαρασταθώ και να προτοστατώ. Στις εξεγέρσεις σου, στις διεγέρσεις σου, σε ταξίδια οδικώς κι αεροπορικώς, σε αποφάσεις περί τόπου και χρόνου των απλών και σύντομών μας συνευρέσεων. Να στα κάνω λιανά, να αναγνωρίσω κάτι απ'όλα τα κοινά ως έστω κι ελάχιστα δικό μου, να αναλάβω το καθήκον να σε απαλλάξω από πενηνταδύο περιτά κιλά. Το ίδιον αυτό βάρος της ανάλυσης των ενδεχόμενων, του άγχους της αποτυχίας, του άγχους τις επιτυχίας, των έκτακτων συμπλεγμάτων, της έλλειψης νερού και συγκέντρωσης, της χονδροπάθειας και της υποχονδρίας. Το βάρος αυτό, εξαιρώντας το φονικό παλτό και το 71% κακάο στην αριστερή του τσέπη ως ένα λιωμένο δώρο. Το ίδιο δώρο κάθε φορά. Το ίδιον. 90 γραμμάρια. Αυτό ήξερα να σου προσφέρω. Όμορφο το γύρω. Για πέταμα το παραμέσα. Μέχρι να μη δεχτείς, να πεις όχι, σ'ευχαριστώ και να βγάλεις τη δική σου από δική σου τσέπη, να είναι διαφορετική, να μην ήξερα πως έτρωγες άλλη σοκολάτα από αυτήν που είχα προσέξει να τρως καταλάθος κάποτε εγώ. Ίσως κι επίτηδες αλλά δεν το θυμάμαι. Δε θυμάμαι να συμβαίνει. Δεν το θυμάμαι να στο πω πώς μας συνέβη.