7.10.10
Είναι ψηλή. Κορμάρα. Δε φαίνεται σαράντα. Ίσως και να μην είναι. Θέλω να είναι. Σγουρά μαλλιά ξανθά, τα πιάνει ψηλά. Αφήνει πάντα μια τούφα να χωρίζει το πρόσωπό της στα δυό. Την πηγαίνει μια από'δω, μια από 'κει. Σαν να την ενοχλεί. Αλλά όταν την ξεχωρίζει κάθε πρωί απ'τα υπόλοιπα μαλλιά, ξέρει πως αυτή η τούφα πρέπει να'ναι εκεί. Και συμφωνώ. Έγραψε τ'όνομά μου σ'ένα έγγραφο. Οι τόνοι της πάνω από τα γράμματα ήταν δυο ζουμερά μικρά κυκλάκια. Σαν όμικρον. Όμικρον πάνω απ'το άλφα. Όμικρον πάνω από το ύψιλον. Κοριτσίστικα παιχνίδια πάνω στο σοβαρό μου έγγραφο. Στο σημαντικό αυτό χαρτί της Μινεσότας και κάποιου φοβερού πανεπιστημίου. Έχεις δυό ώρες μου λέει. Έχεις μόνο ναι και όχι. Τίποτα άλλο. Μου γυρνάει τον κώλο της που 'ναι ένα με το τζιν, τον κουνάει και φεύγει. Τον κουνάει καλά. Μένω με τα ναι και τα όχι. Στην τρίτη ερώτηση θέλω να απαντήσω ίσως. Δεν έχει. Στη δέκατη η μόνη ειλικρινής απάντηση θα ήταν δε θυμάμαι. Βάζω όχι. Τα ρούχα μου είναι τα ίδια με τα χτεσινά. Οι μύξες μου τρέχουν απ'το πρωί. Στάζουν στο χαρτί. Βήχω, φτύνω, έχω γεμίσει την αίθουσα συνεδριάσεων μικρόβια και χαρτομάντιλα. Ναι. Ναι. Όχι. Ναιαιαιαι. Απαντάω φωναχτά. Συμπληρώνω τα κουτάκια και κάνω γκριμάτσες, μιλάω μόνη μου. Ευτυχώς δεν υπάρχει ερώτηση αν τα λες με τον εαυτό σου πότε πότε ενώ συμπληρώνεις ερωτηματολόγια. Πεντακόσιες ερωτήσεις και κάτι ψιλά. Το'κανα. Μ'άρεσε. Μ'αρέσουνε αυτά. Τα γκάλοπ ας πούμε και οι αιτήσεις. Ονοματεπώνυμο, οδός και αριθμός, τι θα ψηφίσετε και πόσο σας αρέσει η κομπόστα απ'το 1 ως το 5. Βγήκα κουρασμένη, άσχημη, πρησμένη κι εκείνη με περίμενε. Γύρισε το -παραδόξως έξυπνο- κεφάλι της με χάρη και με κοίταξε. Με τη γνωστή τούφα να αγκαλιάζει τώρα το αριστερό της ρουθούνι και λίγες τρίχες από αυτήν να την κρατάνε κολλημένη στο στόμα. Θεϊκό συμβάν. Σίγουρα ξέρει αριβώς πώς να το κάνει. Με συμπαθεί. Κι εγώ. Χαμογελάω και την αφήνω. Ποτέ για πάντα. Το λεωφορείο πάει να μου φύγει. Τρέχω στη βροχή. Φωνάζω στον οδηγό. Με ξέρει. Πού'σαι ρε κορίτσι μου, λέει, μας ξέχασες με το όχημα. Μου δίνει εισιτήριο. Κάθομαι δίπλα του. Πατάει κόρνα. Άκου μου λέει, την άλλαξα. Χτύπημα στην πλάτη να του δείξω πως έκανε καλή επιλογή. Στάση στο κααμεα. Βλέπω την Έλενα. Τρέχει σαν τρελή. Τρέχει χαρούμενη. Τρέχει σαν Έλενα. Μου λείπει. Της είχα φτιάξει την ώρα στο κινητό κι εκείνη μου'χε κρατήσει την άλλη άκρη της κορδέλας. Ένας χρόνος πριν. Τι κάνετε εδώ μ'είχε ρωτήσει με το αθώο ύφος της, την αργή της φωνή, το αργό καλό μυαλό της. Θα μετρήσουμε το σπίτι σας κι ύστερα θα το ζωγραφίσουμε της είχα πει. Με πήρε το χέρι, μου'δειξε το εργαστήριο κεραμικής και με αγκάλιασε πολύ δυνατά. Έκλαψε όταν της είπα μια μέρα πως τελειώσαμε τη δουλειά. Της υποσχέθηκα να ξανάρθω. Δεν. Και τώρα ψήνει πηλούς, τρέχει χαρούμενη και μ'έχει ξεχάσει.  Δεν κατέβηκα εκεί. Ήθελα. Αλλά. Ο οδηγός μού λέει φτάσαμε. Εδώ στάσεις είναι τα σπίτια των επιβατών. Κατεβαίνω. Άλλο κορίτσι στο δρόμο. Χαμογελάει πονηρά και με βρίζει. Σου'χω πάρει κουλούρι, της λέω. Κι εγώ, λέει αυτή. Τέσσερα κουλούρια, εγώ, αυτή, βρεγμένες δεκαοχτούρες, σπασμένη λεοπάρ ομπρέλα, κούκλος μανάβης χαιρετά, μας δίνει από ένα μήλο. Πλυμένα τα'χω, λέει. Τα σάλια τρέχουν πάνω στα μήλα μας. Αχ, τα μήλα του. Προσπερνάω. Εκείνη μένει να φάει τα υπόλοιπα λαχανικά. Μπαίνω στο βίντεοκλάμπ. Το αφεντικό καταριέται την καινούρια και μου ζητάει να γυρίσω πίσω. Του κάνω νόημα να σωπάσει και ανεβαίνω στο πατάρι. Οι βιντεοκασσέτες μου. Σκόνη, ποντίκια, ερημιά. Παίρνω για άλλη μιά φορά την 1026 και την κάνω. Δίνω φιλί στον άντρα που ψάχνει στο ράφι των μόντι πάηθονς, σηκώνω το χέρι στον κωφάλαλο που με χαιρετάει ανάμεσα στις τσόντες. Κραταέι ήδη τρεις στο χέρι και ψάχνει ποια θα είναι η μία δώρο. Κλείνω το μάτι στο αφεντικό και του λέω όχι τώρα. Σπίτι. Η βιντεοκασσέτα χώνεται βαθιά στο μηχάνημα και γουργουρίζει. Τη γυρνάω πίσω. Ξαπλώνω στο χαλί και το λιοντάρι βρυχάται στην οθόνη. Έξω βρέχει. Μέσα όχι. Ο σκύλος μπροστά στο αερόθερμο. Κι είναι μια μέρα. Από αυτές.