30.9.10
Τη βλέπω. Είναι καλά. Είναι νεκρή. Αλλά καλά. Τελείως νεκρή. Καμιά φορά είναι και ζωντανή αλλά πρόκειται να πεθάνει. Να ξαναπεθάνει. Άμα είναι νεκρή, τη βλέπω γιατί την έχουμε ξεθάψει. Για ανόητο λόγο. Οι παράλογοι λόγοι των ονείρων. Τη βγάζουμε, είναι με τη γνωστή πυζάμα -δε θα'πρεπε. Κάθεται σ'ένα μέρος. Κάποιος την έχει καθίσει πρόχειρα. Δεν κάθεται ακριβώς, στηρίζεται καθιστή. Ένα βράδυ -μέρα στον ύπνο- μύριζε. Άσχημα. Ένα άλλο, κάτι πήγε να γίνει. Ανάσταση, κάτι τέτοιο. Σαν λάθος. Λάθος θάνατος. Και χτες ήταν οι τελευταίες ώρες ζωής. Τραγουδούσε και την ηχογραφούσα λέει. Ξάπλωνε με τον άντρα της, ξάπλωνα κι εγώ δίπλα. Κάθε βράδυ αυτό. Με φώτα. Τρία συνήθως. Μες στα μάτια μου. Και αργά. Και νυστάζω μέχρι θανάτου. Θάνατος. Είχα δει πώς πεθαίνουνε τα καναρίνια. Ένα πουλί κίτρινο. Το πουλί έπεσε από ψηλά, παράξενοι ήχοι, όχι άσχημοι, απεβίωσε. Κι έτσι ακριβώς δεν πέθανε αυτή. Έτσι δεν έπεσε. Έτσι όμορφα δεν άκουσα τίποτα. Έτσι δεν πεθαίνει κανείς άνθρωπος. Σαν το πουλί. Ή δεν ξέρω. Δεν έμαθα κανείς να πέθανε έτσι. Σίγουρα δεν είδα εκείνη. Ήταν άτομο. Άνθρωπος. Απάνθρωπος ανθρώπινος θάνατος. Κι άνθρωποι γύρω παρείσακτοι. Παρείσακτη κι εγώ, ακριβώς μπροστά, εμπόδιο ζωντανό, έμβιο, με αίμα. Να κάνω τίποτα, να μου λένε να κάνω τίποτα, να βγω καλύτερα, να φύγω, να μη γυρνάω πίσω κανέναν που πρέπει να μη γυρίσει τωρα -λες και μπορώ- και ποτέ παρα μόνο κατά τον ύπνο, στα όνειρα, τα νεκρά μου όνειρα.
21.9.10
Έκανα πλάνα. Σχέδια. Πρότζεκτς. Δεν ήταν μεγαλεπίβολα. Σε ποιο πλευρό θα κοιμόμαστε, με τι ρυθμό θα τρέχουμε. Δίαλογκ στο μόνολογκ ότι θα κάναμε τα βράδια. Ρουέδα ντε κασίνο, βολέο, σαντουιτσίτο δυό φορές την εβδομάδα. Εργατικό απ'το Χρυσό, εφημερίδα εσύ, ένθετο εγώ. Θα καθάριζες κανένα αχλάδι, θ'αγόραζες το αιωνόβιο ψωμί, θα σε βαριόμουν, θα με βαριόσουνα. Θα 'τανε η αλήθεια.
Μ'έφερες εδώ τώρα να μου δείξεις το νέο πλάνο. Απο'δω κυρία μου τα βουνά. Παρασκευή με Κυριακή, λες, θ'ανάβουμε τα δυό σου τζάκια. Ύπνο, φαϊ, βούλα, βιβλία, σκυλιά. Στο γκάζι τη χύτρα, ξύλα στο θερμοσίφωνα κι όλα κομπλέ. Και ρεύμα αχρείαστο θα 'χουμε άμα σου ζωγραφίσω καθαρά το σπίτι. Πρώτα θα φτιάξω το πρόσωπο κι ύστερα τα της οικείας. Κι αν κρυώνω ρώτησα. Απάντησες κάτι για φλις κι έβγαλες απ'τα πλευρά σου ένα τσίγγινο μπουκάλι. Όλα τα έλυσες. Συμφωνώ κι εγώ τις πιο πολλές φορές. Θα σε βάζω -λέω εγώ τώρα- να φυσάς απ'το πνευστό άμα τελειώσει το κόκκινο ραδιόφωνο. Κι άμα μου λείπουν οι Πέμπτες θα ντύνομαι χοντρά να κάνουμε καμιά αιώρηση στα ξύλα της βεράντας.
Σε περιμένω να γυρίσεις απ'τα μικρότερα παιδιά να δοκιμάσουμε. Έχω μπατζίνα, έχω σοφίτα, τρία παράθυρα ουρανού. Βγάζω το κεφάλι. Είμαι κεραμίδι σουηδικό. Είμαι δεκαοχτούρα. Είμαι κεφάλι σε παράθυρο. Αεροπλάνα περνάνε απ'το κρεβάτι. Σηκώνω τα χέρια. Όχι εγώ. Αυτόματισμός, κάπως, κάτι μόνα τους. Αυτόματα. Φτάνω το ταβάνι. Σπάω νύχια. Παίρνεις φόρα, μπαίνεις. Άργησες. Φεύγεις. Μη φύγεις. Φεύγεις. Κάνω βόλτες σε σχήμα πι. Κατουράω, βάζω σιντί. Χορεύω στα μασίφ. Σκέφτομαι τα χεράκια σου που τα περάσαν ένα-ένα. Βολτες στη βιβλιοθήκη σου. Τηλέφωνα. Θυροτηλέφωνα. Κινητά τηλέφωνα. Υποκάμισα, πυζάμαι Εξαντρίκ. Ελληνικά κασμήρια Έσπερος, ηγγυημένα υφ'όλας τας απόψεις. Ασφαλιστική εταιρία πυρός "Η Μαγχαϊμ" ιδρυθείσα τω 1879. Κρρρρανκ. Πόρτα. Εσύ. Φολκσβάγκεν. Φιτζέραλντ. Φουρφουρής. Ο κύριος. Και η Κλοκλό. Η κυρία. Και το ψαριλέξ. Είμαι παιδί. Είμαι δικός σου. Είμαι γυναίκα. Ανιάρης έκτακτος και ανιαρός. Βουνίσιος. Πέτρινος. Του Πέτρου και της πέτρας. Ύψος 451 μέτρα και 75 εκατοστά. Κεφάλι ωοειδές. Μάτια καστανά. Καταγωγή Τρίκαλα και Τρίκαλα. Τώρα Νέα Ρόδα, Νέοι Πόροι, Νέα Λάρισα, Παλιός Παντελεήμων, Αλκαζάρ. Αλκατράζ. Πονάει ο κώλος μου από το σούπερ-υπερ ελαφρύ αλουμινένιο αλκααλικό αλεξίσφαιρο μαύρο ματ σκελετό του μπιάνκι. Εσύ σέλα, εγώ τιμόνι. Χωράμε σε δυό ρόδες. Φούιτ. Τέσσερις τώρα. Εθνική οδός. Παρακάμπτουμε διόδια. Κωλοδαχτυλο στα 2 και 90. Στο κάστρο αριστερά. Δυό μάφιν πάνω στη γέφυρα. Χαιρετάμε τους οδηγούς, οπαδούς του παοκ στα πούλμαν. Μουνάρα μου, φωνάζουν. Γελάς. Μάφιν στα δόντια σου. Μάφιν στη γέφυρα. Στην εθνική. Οι νταλίκες κορνάρουν. Γυναίκες, άντρες χαιρετάν. Εμάς. Εμείς είμαστε. Αυτοί είναι. Χαρούμενοι. Κι είμαι ψηλή, ψηλότερη, πολύ ψηλή. Φτάσαμε. Είναι ίδιο. Ψεύτικο. Έχεις το κλειδί. Είμαστε εκεί. Με θες εκεί. Σε θέλω και εκεί. Κυριακή. Δεν πρόλαβα να


Παρασκευή. Ψηλή. Ψηλότερη. Τόσο πολύ ψηλή.
7.9.10
Θα'σαι εδώ λοιπόν. Εκτός κι αν πας στη Ρόδο. Θα'σαι εδώ κοντά, μπορεί να κάνουμε διάφορα για λίγο καιρό. Θα διαβάζουμε κυρίως. Σ'ένα από τα σπίτια, το πιο ζεστό. Τα πόδια σου θα 'ναι κάτω απ' την κουβέρτα. Θα τη μοιράζεσαι πότε πότε. Μισή μισή. Ξεχνάω πώς ήτανε το καλοκαίρι. Έτσι παθαίνω στο κρύο. Τώρα η ζέστη είναι πολύ παλιά. Ήτανε στο πρώτο καταφύγιο, στον δρόμο για να φτάσουμε εκεί, στα χέρια μου που αγκύλωσαν στα 2100, σε βράδια που 'κανες μόνολογκ και μας ανέβαινε το φαϊ από τα γέλια. Όταν φοράω το βραχιόλι θυμάμαι και τους τρεις γιους. Τους δυό πορτοκαλί κυρίως. Αθώα αυτά. Και τα πονηρά στην αυλή που βάζαμε ξύλα να ζεστάνουν το νερό. Ζεστάθηκε το νερό, κρύωσε αμέσως μετά. Κι εσύ επέμενες να χάνεις χρόνος σταματώντας για να ακούσεις. Μετέφραζες τι λένε οι γερμανοί που δεν προλάβαν για λίγο να μας δουν γυμνούς. Όλο Γερμανοί το χωριό. Μ' όλους μίλαγες. Βι γκετς και ναχ μπερλίν και γω κάιν ντόιτς ή άντε άιν μπίσχεν. Τα αθώα λοιπόν. Πολλά τέτοια. Στην αιώρα κυρίως. Μπορεί να μη φυσούσε πουθενά. Στη βεράντα σου φυσούσε. Α. Πριν απ'ολα αυτά.
Ήτανε πρώτα στο χωριό που δενέχει φυτά. Τρώγαμε σάντουιτς. Εγώ με σουβλάκι, εσύ γύρο, εκείνος είχε μόνο μια έγκυο σκύλα στη ζωή κι έπινε, μιλούσε, δεν έτρωγε. Ταϊζαμε το τσεπόσκυλό του και μιλούσαμε για κουνγκ φου και φλάουτα, τις ειδικότητες των παράξενων αντρών. Πώς να σε κοίταξα και πώς το'δε και πώς στο καλό έχωσε το πρόσωπό του στο οπτικό μας πεδίο λέγοντας αυτές τις δύο λέξεις με το αμφίβολο ερωτηματικό; "Είσαστε" ήταν η πρώτη κι η άλλη άμα γραφτεί δεν είναι ωραία, δεν τη γράφω. Φάγαμε τα υπόλοιπα, τον ακούσαμε που'χε κι άλλα να μας πει, δώσαμε τα χέρια και φύγαμε. Δε μ'άρεσε ποτέ εκείνο το μέρος. Αλλά τότε ήταν καλό. Ωραία ήταν. Κι ύστερα το επόμενο που μπορώ να θυμηθώ είναι το χέρι σου να κουνάει την αιώρα. Την αιώρα που 'λεγα πριν, δεν υπάρχει άλλη στη ζωή μου. Αιωρούμαι εγώ και βραδιάζει, απ'το μυαλό σου βγαίνει ένα μικρό φωτάκι για να διαβάζεις το βιβλίο. Τρεις σελίδες και για μένα φωναχτά πριν κοιμηθώ μέσα στις πέτρες, κάτω απ'τα ξύλα, δίπλα στη φωτογραφία του λήσταρχου Καντάρα. Στη βεράντα πάλι απ'το πρωί, κάτι ψήνεις, πλευρώτους, δίνεις και σ'όσους περνάν, στο ραδιόφωνο παλάμης λένε τα νέα, δεν είναι δικά μας. Η θάλασσα. Καλή κι αυτή. Οι βάθρες. Ανεβαίνεις, ανεβαίνεις πολύ, ιδρώνεις, σε μυρίζω όσο σ'έχω μπροστά. φτάνουμε. Ξέρει ότι έφτασε κανείς άμα δει κάτι σαν όαση. Βουτάς και πίνεις. Πονάς, σε πονάει, είναι παγωμένο μα το θες. Βούτηξα κι εγώ, έχω αποδείξεις. Τα πριόνια. Όλη μέρα ανηφόρα κατήφόρα και λίγο πριν βραδιάσει φτάνουμε, καθόμαστε, κοιτάμε στους πίνακες την κορυφή που δεν πατήσαμε, μας ρωτάει τότε το παιδί τι θα θέλαμε. Τι να θέλουμε; Ένα ζεστό πιάτο. Το μοιραστήκαμε. Ψωμί και φασολάδα. Τίποτ' άλλο. Αυτά κι εσένα. Τι άλλο. Στο σπίτι πάλι. Ύπνος στη σοφίτα. Άμα κατουριόμουν κατέβαινα στα σκοτάδια με τον κώλο. Ένα βράδυ ήταν που. Στηρίζω λοιπόν τα πόδια μου στο ταβανι να μην κουνιόμαστε και μας ακούσουν. Κουνηθήκαμε. Εγώ κουνήθηκα. Κι οι φωνητικές μου χορδές κουνήθηκαν. Μας άκουσαν, πάντα μας ακούν, φίλοι, ξένοι, εργαζόμενοι. Μας ακούν κι όταν βάζουμε το σκληρό σου δίσκο στο αμάξι. Γυρίσαμε στον πολιτσιμό, έχουμε ρεύμα, περνάμε αλλιώς. Θα γίνουμε λιντιχόπερς. Παραλίγο φέτος και να σαλπάρεις. Θα σαλπάρεις! Άλλή ώρα. Θα 'χεις ιστιοφόρο με τρομερό όνομα, δεν μπορώ να το φανταστώ, θα'χει ξύλα, θα'ναι σπάνιο, θα λες πάμε μια βόλτα κι αντί για πόδια, θα'χεις μια καρίνα να.
Από αύριο δε θα μοιράζομαι μέρες με κανέναν. Γυρίζω πίσω. Σε προσκαλώ στο σπίτι μου να βρεις δικό σου σπίτι κι άργησέ το κάπως. Κάνε τον δύσκολο, δες τίποτα τρώγλες, κακές σπιτονοικοκυρές, μαύρους φωταγωγούς και διαμερίσματα σαν το δικό μου πριν βρεις ένα καλό. Να δω αν θέλω. Μη γίνει και θέλω λέω κανονικά σ'αυτήν την από αύριο αλήθεια.
1.9.10
Μακάρι να ζωγράφιζα. Να κουνούσα τα χέρια πάνω κάτω σε χαρτιά και να 'βγαζαν κάτι. Ή να πέταγα με ένα παραπέντε, να'ξυνα τις στέγες, να πέταγα με κάτι γενικώς. Να'ξερα πως είμαι κι όμορφος, να λέω κανένα τραγουδάκι, να παίζω καλά τη μουσική, ντρίγκι ντρίγκι να βαράω κάτι. Να'χα θάρρος. Και σταθερότητα ψυχής και σθένος σώματος, χαμόγελο φυσικότατο εκ γενετής. Να λέω ναι, ναι αγάπη μου, ναι, και βέβαια, μα ναι. Να'χα εσώρουχα καλά, καθαρά πόδια και καθαρό μέτωπο όπως λεν. Να πηγαίνω βόλτα στην Αγγλία όταν με παρακαλούν ή στην κόρη μου που'γινε εννιά. Να μίλαγα ωραία και να'μουνα κοινωνικός, ωραίος τύπος, κουλ, υγιής, να επιθυμούσα να θελήσω κάτι να ακουλουθήσω κάποιον. Να'ξερα τι θα κάνω αύριο. Να το'ξερα πως οι εκπλήξεις μου δε θ'αποτύχουν, τα δώρα μου δε θ'αποτύχουν, τα βιβλία μου θα ενθουσιάσουν, όλοι οι κόσμοι πως θα με θαυμάζουν. Να'μουν εξτρίμ εγώ, να σκαρφάλωνα τα χιλιόμετρα καθέτως, να 'μουν αυτό που έγινα δεν έγινα για λίγο κι ήμουν δεν ήμουνα εγώ. Να'μουνα άνθρωπος ταιριαστός στον άθνωρπο.