16.8.10
Έχει δέκα μέρες. Κι άλλες τόσες που κάτι κάθεται στο στήθος μου. Είχα συνηθίσει στο χωριό. Τα βράδια πρόσεχα τη γιαγιά διαβάζοντας και πριν ξημερώσει έπαιρναν τη θέση μου οι γυναίκες. Μπήκε ο Αύγουστος, χέρια και πόδια πάγωσαν το πρώτο του πρωί. Βήχει, τη σηκώνω, τη σηκώνουμε, ανοίγει τα φοβερά της μάτια, κοιτάζει το χάος που αφήνει και την αφήνω να το δει από μέσα μου, δε βλέπει, σίγουρα κάτι βλέπει μα τίποτα πίσω μου, μπροστά μου, γύρω. Τη ρωτάω τι θέλεις, θέλει να ζήσει. Δεν το λέει αυτή τη φορά, κοιτάει μόνο. Κι αυτά τα κίτρινα μάτια δε θα τα ξεχάσω ποτέ, τα κενά της μάτια. Πέφτω πίσω, βρίσκομαι έξω, δε θυμάμαι, κάθισα σε μια βρύση, ξυπόλυτη στα χαλίκια, καίγαν, είχα δυνατή φωνή, τρόμαζα τον κόσμο, τους γείτονες που ύστερα περάσαν να τη δουν. Ήτανε όμορφη, φόραγε όπως ήθελα το γαλάζιο φόρεμα και την καρφίτσα. Είχε καλύτερο χρώμα από πριν, περίμενα να ανασάνει, έφταιγαν τα φυτά και τα λουλούδια νόμιζα κι οι άνθρωποι. Κάντε χώρο ήθελα να φωνάξω, κάτι δεν πάει καλά άμα η κοιλιά δεν ανεβοκατεβαίνει κι ύστερα είπα έτσι είναι τα πράγματα. Χαιρετηθήκαμε κάποιες ώρες μετά, κρατούσα ένα νερό, της το'δωσα αφου άλλη λέξη από "νεράκι" δεν είχε πει για μέρες. Νόμιζα εκεί τελειώνει. Μα οι μήνες αυτοί κάθονται πάνω στο στήθος μου, φουσκώνουν το βράδυ και μου ζητάν κι αυτοί νερό. Τους δίνω, μ' αφήνουνε για πολύ λίγο να κοιμηθώ κι έτσι πηγαίνει. Οι μυρωδιές μουφαίνονται όλες παρόμοιες. Το μέταλλο από το στόμα της, ο ιδρώτας μέσα στα μαύρα μαλλιά της είναι στα νύχια μου, τα ρούχα μου μυρίζουν, όλα είναι εδώ, έρχονται ξαφνικά, μπαίνουν μέσα στη μύτη μου και το νερό βγαίνει από το στόμα μου ίδιο, ίδια είναι η φωνή μου άμα το πω, δε θέλω να ξαναπω νερό δε θέλω να ξαναπιώ νερό. Κι άμα κλείσω τα μάτια μου, ανοίγουνε τα δικά της που τώρα ζούνε μέσα μου, που θα 'πρεπε να ζούνε μόνο μέσα της, να ζουν, να ζεις, να ζεις και να'ρθω να μου πεις πώς πρέπει εγώ τώρα να ζήσω.