23.6.10
Βάλαμε μια κάμερα πάνω στο τραπέζι να δούμε, λέει, πώς είμαστε. Τι να δούμε, μόνο το βασικό βήμα ξέραμε να κάνουμε. Θυμάμαι τον ενθουσιαμό εκείνες τις πρώτες μέρες που κάτι αρχίσαμε να καταφέρνουμε. Ήταν ο ίδιος με τον αποψινό που' ξερες ολα τα κόλπα όμως με χόρεψες σφιγμένος στην Πλατεία με το ίδιο βασικό βήμα που που μας βγάζει απ'τη δυσκολία της σκέψης και της πρόβλεψης. Ύστερα μπήκες στο αυτοκίνητο που σε είδα να βάζεις έκτη μετά την τελευταία, νόμιζα, πέμπτη. Εκεί μέσα με φίλησες πριν λίγες μέρες μπροστά στα μπαμ, τα τρελά βεγγαλικά. Έφυγες απ'τη σκατόπολη απόψε, πήγες στον κάμπο μας, στον αέρα του σπιτιού που γκρεμίστηκε, εκεί κοιμάσαι ήσυχος, τώρα που σου μιλάω, με δύσπνοια ή και χωρίς. Ίσως είναι που κουράστηκες να φυσάς μέσα στο φλάουτο τότε που ήμουν στα πόδια σου κι έψαχνα από ποια γωνία φωτίζεσαι  καλύτερα. Τα δυό σου δάχτυλα τα'βλεπα μέσα απ'το φακό να ξεκουράζονται πάνω στην παλάμη. Αλλού είναι η θέση τους λένε. Μα εγώ δε γνώρισα τίποτα που να'ναι στη θέση του πιο πολύ από'σένα εκεί. Φυσούσες, ξεφυσούσες και τ'άκουγα όλα στο ηχείο, ήσουν εσύ σε κάθε ηχείο και φυσούσες μουσική. Στο μαγαζί με την έτοιμη μουσική τώρα και τις φιξ, ήταν απόψε διάφοροι με πουκάμισα και γυναίκες βαμμένες με μαύρα φούστάνια. Χόρευαν τα τραγούδια μας σ'έναν άλλο ρυθμό με μέτρημα ενα-δύο-τρία και σοβαρό βλέμμα, παθιασμένο βλέμμα, όπως λεν οτι αρμόζει κι όπως έχουν δει κι αυτοί με τα μισοάδεια μάτια τους να συμβαίνει. Πόσο πολύ μου έλειψες εκείνη την ώρα. Νόμιζα πως ένα χέρι θα σε 'βαζε στη μέση της κόλασης να τους δείξουμε. Αναγκασμένη να τους κοιτάζω τρίβοντας το δεξί μου χέρι να ιδρώσει για να θυμηθώ καλύτερα πώς ηταν όταν κολλούσε σαν βεντούζα πάνω στο δικό σου άμα χορεύαμε ή όχι. Κι είναι ίδιος ο ιδρώτας, τον μύρισα στο σβέρκο σου όταν οι άλλοι μύριζαν κολώνιες και τίποτα. Τίποτα κι εγώ δεν αναδύω τώρα, από τους μπίστι μπόιζ και μετά. Ξέστησα τις φωτογραφίες που 'χα να κοιτάζουν οι σερραίοι, είδαμε το ματς κι ύστερα, τώρα δηλαδή, κοιτάζω το σπίτι μου σαν να είναι κάποιου άλλου. Μα κι εδώ και στο σπίτι με την αυλή τον είδα τον εαυτό μας που σ'άρεσε να'βάζεις μέσα σε ενήλικες προτάσεις. Να τον πάμε για κάνα μπάνιο είπες, να τον βγάζουμε βόλτα κάπου ανάμεσά μας, να του δώσουμε μουσική, μιλόνγκα, μπύρες, συζητήσεις, ξύσιμο στην πλάτη κι όλα τα καλά. Δέχτηκα κι ας ξέρω πως η μικρή μας ταύτιση τελείωσε. Κοίταξε, το εννοώ, τελείωσε. Το εννοώ.
13.6.10
Δεν έχω λεφτά, φύγε. Έτσι του'πα. Κρατούσε το πράσινο κλαρίνο του φτιαγμένο από σκουπόξυλο και φυσούσε. Πάντα του 'δινα κάτι μα τώρα δεν είχα φράγκο. Πήγιανα στο μπαρ. Ήταν η δεύτερη συνάντησή μου με τρελό σε απόσταση τριακοσίων μέτρων που απέχουν σχεδόν τα πάντα από το σπίτι μου. Δεν παρήγγειλα τίποτα στο μπαρ, άλλωστε έχω κάνει γερό σεφτέ εκεί μέσα και κανένας δε λέει τίποτα άμα γουστάρω να τη βγάλω με νερόή κάνα κέρασμα. Ήμουν πολύ ωραία, αλήθεια ήμουν καλή. Το κινητό χτυπόυσε κάθε πέντε λεπτά. Ήτανε πιωμένος, έλεγε μαλακίες. Μες στο σκοτάδι, κάποιος μου'ριξε το τηλέφωνο κάτω, διαλύθηκε το κωλοκινητό κι έσκυψα να το συναρμολογήσω. Με σήκωσε απ'τους αγκώνες. Δεν κατάλαβα ποιος ήταν, μα ήταν ο μοναδικός ψηλότερος από'μένα εκεί μέσα και μου'φτανε αυτό αρχικά για να του δώσω όλη μου την προσοχή. Μ' αγκάλιασε, με φίλησε στο μάγουλο, μ'έσφιξε λίγο πιο πολύ στο τέλος κι ύστερα με κράτησε πίσω, χαμογέλασε και κατέβηκε στο ύψος μου να δει το πρόσωπό μου καλύτερα. Κάτι μου θύμιζε, ένιωθα πως τον εκτιμάω, ότι είναι αστείος, κι έξυπνος. Μα αν τα 'ξερα όλα αυτά, τον γνώριζα από κάπου στ'αλήθεια. Μου 'λεγε διάφορα κι όσο μιλούσε τα δόντια του έλαμπαν μαζί με τα ανοιχτόχρωμα μάτια του των οποίων το χρώμα δεν μπορούσα να διακρίνω. Του'δειξα το αυτί μου να καταλάβει ότι δεν ακούω τίποτα. Μ'έπιασε απ'το χέρι και μ'έβγαλε έξω. Το φως απ'το  πατσατζίδικο έπεσε πάνω του. Είχα δίκιο. Τα μάτια του ήτανε σαν του λύκου. Γαλάζια. Με το σκούρο δέρμα και τα γένια γύρω, έφτιαχνε σπάνιο είδος. Χάθηκα, δε θυμάμαι τι μου'λεγε, εγώ έγνεφα ναι ναι. Μπήκαμε μέσα. Θυμήθηκα ποιος ήταν πολύ μετά. Τον κοίταζα εκεί που στεκόταν κάτω από τον πίνακα της γυμνής Μάγια και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα.  Απαγορευμένη κι εγώ για εκείνον. Δε θα τολμούσε ποτέ. Δεν είναι σαν εμένα που δε νοιάζομαι συνήθως. Δωσ'μου το νούμερο σου, έτσι μήπως χρειαστεί είπε εκείνος φιλικά, το'δωσα κι έφυγα πριν το μετανιώσω. Γύρισα στο σπίτι με μισή καρδιά, φτιάχνοντας στον δρόμο σκέψεις χωρίς σεξ, σάλια, ή πρόστυχα πράγματα όπως συνήθως. Πότε, λέει, ήμουν εγώ και πηδούσα πάνω στο κρεβάτι για να τον ξυπνήσω, πότε αυτός μου έγραφε στο πρόσωπο μαύρα μουστάκια και γένια και μου'λεγε πως τώρα μαάλιστα, τώρα του μοιάζω. Το κινητό μου ήταν ακόμα κλειστό κι η οθόνη είχε σπάσει. Έγραψα το πιν κι έκλεισα τα μάτια μου. Η τηλεόραση ήταν ανοιχτή κι ο Αυτιάς είχε σύνδεση με Σέρρες. Ο ήχος του μηνύματος με ξύπνησε. Δεν πρέπει να'χε περάσει ούτε ένα λεπτό που κοιμόμουν, ο Αυτιάς μιλούσε ακόμα με Σέρρες. Άγνωστο νούμερο. Ωραίο νούμερο. Με πολλά εφτάρια. Εφτά κι οι λέξεις λίγο πιο μέσα. "Συγγνώμη, δεν μπορώ να μη σε σκέφτομαι".
Έφυγα για το μπαρ. Δε θ'άφηνα ποτέ τόσο μπλε μάτια που γράφουν τη συγγνώμη με δύο γάμα για το τίποτα. Το δικό μου τίποτα, το δικό του σχεδόν τίποτα πια, το δικό τους αφόρητο 'τα πάντα'. Για'μένα τίποτα.
5.6.10
Να πιω να σε δεχτώ. Να κάνω κι ένα τσιγάρο από αυτά που ξέχασε ο προηγούμενος. Κι εσύ ως επόμενος και σοβαρός έλα στην ώρα σου και φέρσου όπως στο χτεσινό επαγγελματικό δείπνο. Εσύ μπλα μπλα κι εγώ όπως πάντα, τι λέω, όπως ποτέ, θα κοιτάζω τα βιβλία μου. Το χέρι μου αχρηστεύτηκε απ'το συρραπτικό, ό,τι θέλω το κάνω με το αριστερό. Του λέω να κάνει έτσι, κανει αλλιώς κι εσύ τόσα έχω πει και δε φάνηκες ακόμα. Η δική μου απώλεια μόνο ένα άκρο κι η δική σου ένα κεφάλι. Σου αφήνω λουλούδια όταν είσ'εδω να λεν δυό ψέματα, πως δεν άλλαξα μέρος, δεν άλλαξα άνθρωπο. Περπάταω το βράδυ στη δυτική θράκη με το λαιμό μου ξερό απο φόβο μη με τσακώσεις και γίνω κόκκινη σαν το χρώμα του φυτού που στερεώνω στον καθρέφτη. Κι εσύ ξέρεις πια κάτω απ'το σπίτι μου να περνάς, να χαιρετάς και να κορνάρεις μια μοντέρνα, σύντομη καντάδα. Άλλος εσύ, αλλού εγώ. Μα απόψε θα συγχρονιστούμε, πριν αλλάξω γνώμη. Δε θα'χεις τάπερ μαζί σου κι έτσι θα'ναι αλλιώς τα πράγματα, θα είναι εύκολο αν δεν ξεχωρίζεις. Έλα με άδεια χέρια, ποιον νοιάζει, το αποτέλεσμα θα'ναι το ίδιο. Ρομαντική σκύλα αλλάζει πουκάμισα. Σκύλα αλλά ρομαντική κολυμπάει δίπλα στα ψάρια που δεν έχουν όνοματα να την μπερδεύουν.