28.5.10
Έκανα όλη το δρόμο μες στην καρότσα. Δεν μπορούσα να δω κανέναν. Μόνο οι νταλικέρηδες μ'έπαιρναν μάτι κάθε φορά που προσπερνούσαν κι έβγαζαν τη σαλιάρικη γλώσσα τους έξω ή έκλειναν το μάτι. Τους χαιρετούσα όλους και στους καλύτερους έστελνα φιλιά. Τέτοια εποχή, εκείνα τα ζωντανά βράδια γελούσα κι ευχαριστιόμουν. Την επομένη γνώρισα εσένα. Ήταν σαν να 'μασταν σε διπλανές καρότσες και να πηγαίναμε μαζί. Εκεί μου είπες πώς έχουν τα πράγματα και πώς μπορεί να ζήσει κανείς. Κοιμόμασταν όπου βρίσκαμε, ξυπνούσαμε από μεγάφωνα που φώναζαν για καρπούζια, αγοράζαμε το πιο ζουμερό και ζούσαμε μ'αυτό όλη μέρα. Ήξερες πώς να το χτυπάς να δεις αν είναι κούφιο μα δεν έτρωγες καρπούζι έλεγες, όπως κι εγώ δεν μπορούσα να έχω για σπίτι μου τις άδειες παραλίες. Όλα γίνανε. Γυμνός έτρεχες να μου βρεις ασφαλείς τρύπες να βάζω τα γεμάτα φιλμ κι όλο σ'έβαζα να τις ελέγχεις μην τυχόν ζει εκεί κάνα καβούρι και τα πάρει. Χάσαμε το μέτρημα των ημερών σ'εκείνη τη ζωή. Αγάπη μου, καμιά μέρα δεν μπορούσε να είναι ολόκληρη όσο ήμασταν εμείς οι δυό μαζί. Μα πρέπει να χωρίζουμε για λίγο ή πολύ, βλέπεις. Μόνο έτσι θα τελειώνουν οι μέρες. Μόνο έτσι οι άνθρωποι θα βλέπουν τη νύχτα, το απόγευμα, το φως. Δώσαμε πίσω ό,τι τους ανήκει και χάσαμε ό,τι ανήκε σε'μας. Μα θα'ρθει η ώρα που θα σε φιλήσω πάλι ανάμεσα στη μύτη και το μάτι. Απο'κεί μέσα που καίω ακόμα εγώ, ξέρουμε να χάνουμε τον χρόνο. Από'κει σου φυσούσα την ιδέες κι εσύ τους έδινες τη μορφή μου. Στις πήρανε μα έχω ακόμη. Αρκεί μια βόλτα με τ'αγροτικό κι ύστερα να φουσκώσω τα μάγουλά μου με αέρα λίγο πριν εμφανιστείς εσύ σαν τότε απ'το πουθενά και...φου.
22.5.10
Μπήκε στο σπίτι, ήταν ενάμιση μέτρο. Έβαλε στο τραπέζι τα πράγματά του, ένα μελιμετρέ τετράδιο, μολύβι ρότρινγκ, μισή σβήστρα κι ένα κομπιουτεράκι μες στη βρωμιά. Ήταν κεκές και παρά το πτυχίο του, φιλοσοφούσε. Άθροιζε τα ψι, ψι ένα και ψι δύο και ψι τρία και συνεπάγεται καποιες γάτες να μαζευτούν με τόσα ψιψιψι που σέρναν φυσικά όπως κι εγώ. Θεέ μου μ'άρεσαν αυτός και τα χέρια του που ήταν καθαρά παρά το γιαπί. Μ'άρεσαν και τα πυκνά του φρύδια του και τα χοντρά γυαλιά του. Το μόνο αληθινά καλό ήταν το λακάκι στο πηγούνι αυτού της παιδικού,  ξενέρωτου προσώπου στο οποίο ήθελα να βάλω ένα ένα τα δάχτυλά μόυ μέσα έτσι ώστε να δω αν ταιριάζει κάποιο ακριβώς. Και δεν ικανοποίησα την περιέργειά μου γιατί ξεχνούσα αυτήν την τρύπα αφού πιο πάνω έβλεπα τα δύο χαζά του μάτια που έμοιαζαν κι αυτά να τραυλίζουν πριν το στόμα του μιλήσει. Μιλούσε ύστερα κι έλεγε για αντοχή σε θλίψη κι εγώ να απαντάω ναι ναι αυτό θέλω, αυτήν την αντοχή, κι αν εφαρμόζεται εδώ σ'αυτό το σπίτι. Όλα βέβαια μου τα εξήγησε ο κοντός, ήθελα δεν ήθελα ενώ εγώ οργίαζα κι έφτιαχνα ιστορίες μ' αυτόν που μου'τυχε, που στο κάτω κάτω είναι άντρας που λέει πως ξέρει περισσότερα από'μένα κι αυτό μου φτάνει για να γευτώ το βρωμερό του κομπιουτεράκι κι ύστερα απ'το χέρι που το πληκτρολογεί να συνεχίσω στον υπόλοιπο, να πέφτω μαζί του χωρίς επιπτώσεις, εδώ πάνω στους χάρακες και στους ψυχαναγκασμούς του. Λύγισε τη σελίδα ακριβώς στη μέση, κάνε ολόισια τη γραμμή, βάλε στη σειρά τα σουβέρ κι ύστερα στοίχισε τα μολύβια σου πάνω στο τραπέζι. Εκεί στο τραπέζι τον έβλεπα να με τρώει όσο η ταξινόμηση θα μου τρυπούσε την πλάτη. Μα οι ιδέες μου στο μεγαλείο τους πάντα μένουν ιδέες. Του'δωσα τα λεφτά του και τον έδιωξα. Είχα μάθει αρκετά για σήμερα. Πήρα τις σοκολάτες απ'το ψυγείο και κάθισα χαμηλά στην καρέκλα. Πιο χαμηλά δε γινόταν.
11.5.10
Είμαι εδώ και δε χρειάζομαι βοήθεια και τέτοια. Δηλαδή, έδωσα ένα παπούτσι γεμάτο σκατά στον πατέρα μου να το καθαρίσει. Εντάξει και σήμερα ήρθανε και δύο γέροι στο σπίτι. Ο ένας θα μου ξεβίδωνε τη βρύση της κουζίνας για να της βάλω λάστιχο. Με είχε δει στο μπαλκόνι με κουβάδες κι ύστερα ήρθε μ'ενα παράξενο εργαλείο και μια πολύ παράξενη μυρωδιά. Ξεβίδωνε σαν να έκανε κάποια σπουδαία δουλειά, μου'λεγε να τον φωνάζω όταν έχω προβλήματα κι εγώ φοβόμουν μήπως τελικά θα με χουφτώσει. Δε με χούφτωσε. Το σαλόνι μου είναι δίπλα με την κρεβατοκάμαρά του και δε μου'χει πει ποτέ να μην κάνω αυτά που κάνω. Ίσως να ζει μέσα από'μένα όπως σταινίες, σαν να χορεύει δηλαδή όταν χορεύω, να παίζει σκραμπλ όταν παίζω, να γελάει όταν γελάω και να μην είναι παππούς πια.  Κι ήρθε τώρα το απόγευμα κι ένας ακόμη να μου φτιάξει το θυροτηλέφωνο. Του'φερα ένα κατσαβίδι ενώ αυτός μασούσε κάτι καλώδια κι απομακρύνθηκα φυσικά μα διακριτικά μην τον χτυπήσει το ρεύμα και πάω κι εγώ άδικα ενώτου'πα άλλωστε τόσες φορές πως πρέπει να προσέχει. Ύστερα έζησε, μου'δωσε τ'ακουστικό κι έκανε δοκιμές. Άκουσα ένα δυό μπζ κι έτσι απλά το'χε φτιάξει. Μετά μου'πε πως μου χρωστάει ούτως ή άλλως μεγάλη χάρη. Τι στο καλό, σκέφτηκα. Ποιος είναι αυτός που έβαλα στο σπίτι μου. Κι άρχισε να μου λέει μια ιστορία που μου φαινόταν σιγά σιγά γνωστή κι έλεγα όλο αααα και α ναι. Του'χαν τρακάρει τ'αμάξι πριν δυό χρόνια εδώ από κάτω κι εγώ τότε είδα ποιος το έκανε λίγο πριν την κοπανήσει. Κατέβηκα θυμάμαι κι άφησα ένα χαρτί μ'όλες τις λεπτομέρειες κι αυτός τον βρήκε τον αλήτη, είπε, και γλίτωσε δυό χιλιάρικα ζημιά. Σφίξαμε τα χέρια. Ήμασταν καλοί άνθρωποι. Έκλεισα την πόρτα και σκεφτηκα αυτούς τους δύο κι ένα ακόμα γέρο που μου'χει δανείσει ό,τι χρήσιμο υπάρχει στο σπίτι του αυτά τα πέντε χρόνια. Κι ύστερα μέτρησα πόσοι νέοι μένουν στην πολυκατοικία. Έχω δει πολλούς. Μια ξανθιά στον όροφο που φοβάται τον σκύλο μου, η από κάτω που σταμάτησε να φωνάζει. Και πολλά αγόρια ζουν εδώ μα εγώ πάλι ξέρω μόνο τους γέρους. Μπορούσα να ξεσφίξω μόνη αυτήν τη βρύση, και βέβαια μπορούσα, ύστερα να φωνάξω έναν ηλεκτρολόγο και μετά ν'αγοράσω μια σκάλα ή ό,τι μου λείπει. Συνήθισα απλά σ'αυτές τις συναντήσεις. Βγαίνω με τις παντόφλες και τη Μάγια, χτυπάμε το κουδούνι, ανοίγει αυτός, χαϊδέυει το σκυλί, λέω θέλω τη σκάλα, μου τη δίνει, την παίρνω κι ύστερα την επιστρέφω. Άμα σε συμπαθούν οι γέροι και τα ζώα, είσαι μάλλον εντάξει. Κι άμα είσαι γέρος σαν αυτούς είσαι σίγουρα εντάξει.
4.5.10
Καταραμένη η στιγμή γενναιοδωρίας μου. Τώρα πίσω από την τηλεόραση που λείπει είναι κάθε βράδυ ο άδειος τοίχος. Δεν έμεινε τίποτα να του κρεμάσω. Με ό,τι είχα γέμισα το προτελευταίο κενό κι ό,τι τώρα ίσως έμεινε το χρειάζομαι πολύ, πάρα πολύ. Χωρίς αυτόν τον βοηθό, δεν μπορώ να κλείσω μάτι. Είχα έρθει εδώ θυμάμαι και μου'χαν πει απόψε θα κοιμηθείς. Τι σημαίνει κοιμάμαι μόνος; Δεν το κατάλαβα πέντε χρόνια τώρα κι έτσι κοιμάμαι με κωμικούς, δημοσιογράφους και τηλεπωλητές. Τους χώρισα όλους βέβαια προχτές αφού τους έκλεισα κι έβαλα στο ραδιόφωνο να διαβάζει κάποιος. Άναψα και το χαλασμένο φως που τρεμοπαίζει και νόμιζα πως κοιμήθηκα εγώ και δίπλα κανένας. Ολομόναχος ο ανιάρης, είπα το άλλο πρωί. Όμως οι σκιές κι η φασαρία ήταν μαζί μου. Κανείς άλλωστε δεν κοιμάται μόνος. Άλλος με την ησυχία του, άλλος με λούτρινα ή με το σκύλο του, με το μαξιλάρι ή κάποιον άνθρωπο. Μα ήταν καλύτερα, σαν να κατάφερα κάτι κάπως σπουδαίο και τώρα λέω πως θα το ξανακάνω. Όπωςτώρα που φοράω αυτή τη μπλε ζακέτα και νομίζω ότι ειμαι μόνη. Η γιαγιά με κοίταξε καλά κι είπε 'δε σου πάει το χρώμα'. Ύστερα μείναμε δυό μας. Το μετάνιωσε ή φοβήθηκε πως δε θα ξαναφορεθεί. Είπε τελικά πως μου πηγαίνει. Μα ξέρω πως δεν εννοούσε το χρώμα. Στη Γερμανία έδιναν αυτές τις ζακέτες στους αρρώστους. Σε  νοσοκομειακό γαλάζιο για μόνους αγοροπαππούδες και ροζ για μόνες κοριτσογιαγιάδες. Μόνοι στη σκέψη της όλοι, όπως κι εγώ. Είναι όμορφη γιαγιά, θέλησα να της πω, κοίτα και με τα κουμπιά κλειστά. Μη λυπάσαι όταν με κοιτάς. Και δες καλύτερα, δεν είμαι θλιμμένη. Δωσ'μου σε παρακαλώ ένα σεμέν να κρύψω απόψε το κενό. Δωσ'μου κάτι να βάλω. Ο τοίχος θα πέσει πάνω μου κι ύστερα δε θα σε κοιτάξει κανείς. Η κόρη σου τα ξερει όλ'αυτά. Δεν είχε κανέναν να της πει να μη γεμίζει τους τοίχους με αηδίες. Δεν είναι αηδίες. Άλλοι τα είπαν τσαντίρια κι άλλοι κιτς. Δεν ξέρουν τίποτα. Πρόκειται για μια απλή φωλιά. Δυό σπίτια φωλιές. Δεν περνάει το κρύο, δεν περνάν οι αρρώστιες . Σου 'πα να μείνεις, τώρα είναι αργά. Αν πεις ότι υπάρχει χρόνος, θα μεταφέρω τοίχους. Πες το και βάζω στο αμάξι καρφιά, βενζίνη, σφυριά. Θα σε πάω και βόλτα αν τελειώσω τις δουλειές. Σου'πα που κάνω φοβερές δουλειές; Έχω πολλά να σου πω. Και κουτσομπολιά που σ'αρέσουν για ένα σωρό άντρες. Άσε να στα πω. Δεν ξέρεις τίποτα αν σου'πανε μόνο για κάνα δυό. Άσε με να προλάβω πριν γίνουν εκατό. Κάνε να σε προλάβω.