30.4.10
Ήρθε το πρωί, αυτό εδώ, που με ξύπνησαν απότομα και μού 'ρθαν όλες οι σκέψεις καθαρές σαν να τις σφουγγάρισα. Μόνο που μέσα στο κεφάλι μου μέσα δε μυρίζει ωραία. Τα μαλλιά μου φυτρώνουν κατσαρά από'κει κι όσο έρχεται πιο κοντά αυτό το βράδυ, που θα'σουν στ'αμάξι με τη βαλίτσα και τα χαντς φρη, δεν καταλαβαίνω τι νόημα έχει να τα κρατάω γερά και μακριά αφού δε θα τα ξαναδείς. Κι έκανα το ταξί δυό φορές κιόλας από το κωλοπρωί αυτό που σου'πα πως με ξυπνήσαν με τη βία φωνάζοντας τ'όνομά μου ήσυχα και τρομακτικά σαν να'γινε κάτι κακό ή αλλακτικό. Γιατί άμα αλλάζει κάτι που δε θες ή δεν ξέρεις ακόμα αν θες, είναι πιο κακό. Μα θυμάμαι αυτό έγινε στις εικοσιπέντε του μηνός, ένα χρόνο κι ένα μήνα μετά την τυπική μας συμφωνία κι εγώ θα'πρεπε να θρηνώ πέντε μέρες τώρα μα ξέχασα να το κάνω, το ξέχασα. Ιωάννα! είπε η κοπέλα στις εννιά, κι εγώ άνοιξα ένα κι ύστερα δύο θλιμμένα μάτια. Και λίγο αργότερα πάνω απ΄τον πάγκο που μισοάδειαζα το ποτήρι με το χλιαρό νερό, έπεσε το μάτι μου στη χύτρα που αγαπάς και μου'μαθες λίγο να εκτιμάω. Μου'πες εκατό φορές πώς γίνονται όλα ένα εκεί μέσα και δε συγκεντρώθηκα ποτέ, δε σημείωσα. Στην πρώτη θλιβερή γουλιά θυμήθηκα τις μπάμιες, στη δεύτερη το τουρλού και το νερό δεν τελείωνε μα ένιωσα πως πρέπει να το πιω όλο κι είδα, πριν δω τον πάτο, πράσα κομμένα εκπληκτικά, μοσχάρι βρασμένο το μισό και το υπόλοιπο στην κατάψυξη. Στην τελευταία σταγόνα που έτρεξε πάνω στη γλώσσα μου νομίζω πως γεύτηκα κιόλας όλα αυτά τα λαδερά για τελευταία φορά αφού σου'πα δε θυμάμαι να τα φτιάχνω. Ίσως πρέπει να φύγω τώρα απο'δω που'ρθα χτες με πίστη και να γυρίσω στο γραμματοκιβώτιό μου, να μπω μέσα, να ζήσω εκεί. να περιμένω έστω κι ένα χαρτί που θα μου ανήκει. Κι όσο θα περιμένω, θα πρέπει σιγά σιγά να αποφασίσω αν θα το κολλήσω με ζηλοτέηπ έτσι όπως το'κανες ή μήπως το σκορπίσω στον αέρα να πάει το "σε" στο βουνό και το "αγαπώ" στην Πλατεία Ελευθερίας. Μα ξέρω πως τέτοιο πράγμα στ'αυτιά μας δεν μπήκε ποτέ κι ούτε στο φάκελο θα μπει ποτέ, μαζί με'σένα που δε θα μπεις πια τυχαία στο χασάπικο ή στο μπαρ. Κι έτσι τώρα δέχομαι να σε θυμίζει μόνο, όπως μπορεί, ο τόπος σου. Το 18Α, ο ξινός κάδος, ο μασούτης, ο σκύλος μου που χασμουριέται κι η γιαγιά του παππού όταν ρωτάει αν σχόλασα, ο ποδηλάτης με τα ωραία πόδια κι ο φίκος της αγάπης μας, αυτός ο γελοίος φίκος που δε λέγεται έτσι, μα ποιος νοιάστηκε, που επιμένει να μεγαλώνει όσο επιμένω να τον φροντίζω από τη μέρα που τον έκαψες πάνω στην απελπισία σου. Αυτά κι όλα τα υπόλοιπα από σήμερα το πρωί με φωνάζουν ματσαρόκο μην τυχόν και ξεχάσω πως κάποτε υπήρξα ένας γατος με μελανιές και σφάχτες. Σφάχτη θα'πρεπε να σε λένε έτσι όπως ερχόσουν και μ'έπιανες σαν σουβλιά και μ'άφηνες πριν προλάβω να συνηθίσω. Μα βλέπω πως για'σένα μπορώ να μιλάω με προτάσεις σαν τρένα κι είναι απ'τη βιασύνη μου να ζήσω μαζί σου γρήγορα και πολύ μέσα σε κάθε λιγοστό του λιγοστού. Ξέρεις, όλο γίνονται διάφορα κι εγώ φτιάχνω τέτοιες μακριές προτάσεις που ύστερα θα γίνουν ιστορία τηλεφώνου, έτσι δηλαδή νομίζω μέχρι να δω πως μέσα στο νόκια δεν περιμένεις τον ντιλιβερά εσύ. Ύστερα γύρω στις 5 βάζω το χέρι στην τσάντα και σφίγγω αυτό το κωλοκινητό περιμένοντας την κλήση της Βεϊκου. Απ'τη Βεϊκου δεν θα ξανατηλεφωνηθώ πια κι ούτε εσύ θα ξαναδείς το βγαλμένο μου σουτιέν να κρέμεται μέσα στην κίνησή της. Σ'αφήνω μέσα σ'εκείνο το κρητικό μαγαζί που ποτέ δε θα ξαναπεράσω έξω. Σ'αφήνω να πίνεις, να γελάς, να μη γουστάρεις κανέναν απ' την παρέα και να βιάζεσαι να φύγεις σαν να μην ήρθε ποτέ το άλογο με τα μαργαριτάρια στ'αυτιά που καθάριζε γλυκά και κατάπινε μωβ καραμελόχαπα.
24.4.10
βγήκες τώρα κάπου έξω στη σκατοαθήνα και γιορτάζεις κι όλοι θα'ναι γύρω σου να σου ευχηθούν κι οι γυναίκες να σε φιλήσουν σταυρωτά μιά και δυό και τρεις μα εγώ είμαι εδώ να γράφω για'σένα και δεν κάνω τίποτε άλλο για 'σένα παρά να γράφω για 'σένα και κάποτε να σου μιλάω κι ίσως καμιά φορά και να σε θέλω ελπίζοντας πως με θες περισσότερο απ' το λιγότερό μου και πως μια μέρα θα'ρθεις να μείνεις παραπάνω από μία μέρα και μισή χωρίς να φοβάσαι αν σε βαρεθώ κι αν καταφέρω ποτέ να συνηθίσω σε άλλο αριθμό από το μιάμιση που θα'πρεπε να ξέρεις πως σιχαίνομαι αφού δεν είναι καν στρόγγυλο κι είναι θυληκό σαν εμένα και τις άλλες που τώρα σίγουρα περνάνε τα σάλια τους ξυστά απ'την ελιά σου κι εγώ έχω να σ'αγγίξω ένα μήνα φτιάχνοντας κορμί για το καλοκαίρι που λες πως θα με πας στη λήμνο ενώ δεν ξέρω καν πού πέφτει κι ούτε με νοιάζει πού είναι άμα νιώθω ότι δεύτερη ζέστη δε θα μας βρει μαζί σε κανένα νησί σε κανέναν τόπο εκτός κι αν την πρωτομαγιά κάνει ζέστη πολλή και με κάνει να πιστέψω σε ό,τι άδικο θα μου προσφέρεις πάλι όταν μου πεις κάτω απ'τη ντάλα να κρατηθώ και να αρκούμαι στο μηνιαίο θαυμασμό σου
15.4.10
Είσα παντού. Σ'αυτά που γράφω τώρα. Σε όσα έγραφα κάποτε και δε θέλω πια να ξαναγράψω. Μ'ακολουθείς στα μαθήματα και μαυρίζεις τις σημειώσεις μου. Φεύγω στη μέση της παράδοσης, ανοίγω, κλείνω, βάζω μπρος κι είσαι στη θέση του συνοδηγού. Την πας πίσω να χωρέσεις, γυρνάς, κοιτάς και λές ξεκίνα. Τι λόγο έχεις να'σαι εδώ, πες. Τις Πέμπτες που χορεύω, το σώμα σου είναι κολλημένο στην πλάτη μου. Εκατό κιλά μ'εμποδίζουν να κάνω τις πιο απλές φιγούρες. Ο καβαλιέρος μου παλεύει να με βάλει στο ρυθμό κι όταν μου εξηγεί, μαζί με τ'όνομά μου λέει το δικό σου. Ποιος αποφάσισε το όνομά μου να'χει δέκα γράμματα; Τον σπρώχνω και πάω στον επόμενο. Τα ίδια όλοι, τα ίδια κι οι ντάμες κι η καθαρίστρια ακόμη όταν μου λέει να μην πατάω στα σφουγγαρισμένα. Είμαι αυτή με το σύνθετο όνομα και το παράσιτο στην πλάτη. Χορεύεις κι εσύ μαζί μου μέχρι να κλείσει η μουσική. Κι ύστερα κατεβαίνεις σαν από άλογο και με πηγαίνεις σπίτι. Δε σου'δωσα ποτέ κλειδί αλλά με προσπερνάς και ξεκλειδώνεις. Ανάβεις τα φώτα να βλέπω και τα σβήνεις όταν έχω κοιμηθεί. Θέλω να μ'αφήσεις, νόμιζα, μα καθε πρωί ελπίζω να'σαι κάπου εκεί, έτοιμος να με ανέβεις. Κανείς δε σε βλέπει. Ρώτησα, με τρόπο, πολλούς. Καμιά φορά ούτ'εγώ, μα φαντάζομαι πως θα'χεις κι άλλες δουλειές ή θα'χεις πάει να κατουρήσεις. Πάνω στη θλίψη μου, μπαίνεις στο δωμάτιο. Δεν ξέρουν να σε δουν οι άλλοι. Τα μάτια τους είναι μικρότερα απ'τα ψίχουλα. Δεν ξέρουν πού να κοιτάξουν. Μόνο εγώ σε βλέπω να τρως από'μένα και να ζεις. Ανέβα. Είναι Πέμπτη σήμερα. Κι έχω τόση δύναμη που μπορεί και να μπορέσω να μπορώ για πάντα.